Το λοιπόν, ας το πιάσουμε το θέμα από την αρχή. Το πρώτο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι στην κυνηγετική σκόπευση, το μέγιστο της διαδικασίας που μπορούμε να ελέγξουμε είναι το 50%, το πού θα στείλουμε τα σκάγια μας δηλαδή. Το τι θα κάνει ο στόχος (το υπόλοιπο 50% δηλαδή) είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Επομένως η (εγκεφαλική) προσοχή μας πρέπει να είναι αφοσιωμένη σε αυτά που μπορούμε να ελέγξουμε και είναι τα εξής τρία: Τι κάνει το σώμα μας, τι κάνει η κάννη μας και το τι κάνουν τα μάτια μας. Θα επανέλθω σε αυτά τα τρία στη συνέχεια.
Όσον αφορά τη μελέτη του στόχου και τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτόν, υπάρχει μία διαφοροποίηση ανάμεσα στο κυνήγι και το σκοπευτήριο. Στο κυνήγι παρατηρούμε το στόχο και ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΜΕ χονδρικά τι θα κάνει και στο σκοπευτήριο παρατηρούμε το στόχο και ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ τι κάνει. Επομένως στο κυνήγι δικαιολογείται μία επιπλέον προσοχή στο στόχο, η οποία μας προμηθεύει με δεδομένα αληθινού χρόνου, κάτι που εν μέρει ισχύει και στο σκοπευτήριο, σε περίπτωση που ο άνεμος πχ επηρεάζει την πορεία του δίσκου. Στο σκοπευτήριο λοιπόν δεν υπάρχει δικαιολογία να θεωρείται ο δίσκος ως μεταβλητή παράμετρος, αφού πάνω κάτω γνωρίζουμε ακριβώς τι πρόκειται να κάνει, με ποια ταχύτητα, ποια πορεία και σε ποιο σημείο σκοπεύουμε να τον σπάσουμε. Στο κυνήγι, επειδή ο στόχος έχει δική του βούληση, τα προγνωστικά για την πορεία του βασίζονται σε ρευστά δεδομένα και επομένως δικαιολογούν ένα μεγαλύτερο μέρος της προσοχής μας να είναι στραμμένο στο στόχο, άρα εν μέρει ενθαρρύνουν και τη χρήση ενστικτωδών μεθόδων σκόπευσης.
Το τι κάνουμε όμως, σε σχέση με το τι θα ήταν ιδανικό να κάνουμε έχει συνήθως διαφορά και εδώ είναι η στιγμή να αναφέρω τα τρία πράγματα που μπορούμε και οφείλουμε να ελέγχουμε.
1. Το σώμα μας. Οφείλουμε να ελέγχουμε την ισορροπία μας, τον τρόπο που κινούμαστε, τα σημεία επαφής με το όπλο (χέρια, ώμος, μάγουλο), την θέση του κεφαλιού, τον προσανατολισμό του ώμου, τη μυϊκή ένταση κλπ.
2. Την κάννη μας. Το σημείο συνάντησης της κάννης με το στόχο, την τεχνική σκόπευσης, τον βαθμό επιτάχυνσης και την προσκόπευση.
3. Τα μάτια μας. Το εύρος εστίασης, το βάθος εστίασης και την έντασή της εστίασης. Τα μάτια στην κυνηγετική σκόπευση έχουν μία ουσιαστικά δουλειά, να εστιάσουν το στόχο, σε αντίθεση με το όπλο που έχει διαφορετικά πράγματα να κάνει, ανάλογα την τεχνική που επιλέγεται. Ένα από τα προβλήματα που προκύπτουν είναι η σύγχυση των ματιών να διαφοροποιήσουν το ρόλο τους σχετικά με τα καθήκοντα του όπλου (εστίαση στο στόχαστρο ή στην προσκόπευση). Το πραγματικά δύσκολο όμως είναι να διδάξουμε τα μάτια μας πώς πρέπει να κοιτάμε ώστε να εξασφαλίσουμε ότι κοιτώντας το στόχο, βλέπουμε την κάννη. Και γράφω πολύ συγκεκριμένα "βλέπουμε" και όχι "κοιτάμε", διότι συνήθως (όχι πάντα), πρέπει να κοιτάμε αποκλειστικά το στόχο. Υπάρχουν και ειδικές περιπτώσεις όπου απαιτείται η εστίαση στο στόχαστρο, αλλά δεν θα αγγίξω αυτό το κομμάτι διότι αφορά πολύ εξειδικευμένες καταστάσεις που αποτελούν κραυγαλέες εξαιρέσεις και δεν αξίζουν αναφοράς εδώ. Η επίτευξη λοιπόν απόλυτης επίγνωσης της κάννης χωρίς να την κοιτάμε, αποτελεί τεράστιο και εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί πλεονέκτημα, το οποίο δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλό να καταφέρουμε και το οποίο εξαρτάται από την ορατότητα του στόχου, το φόντο στο οποίο κινείται, τις συνθήκες φωτισμού, το μέγεθος της προσκόπευσης και την ταχύτητα του όπλου.
Όταν κατανοήσουμε ότι το μόνο σημείο του οπτικού μας πεδίου που έχει ευκρίνεια είναι η κεντρική μας όραση που αποτελεί περίπου το 2% απ'οτι βλέπουμε και ότι η αντίληψη της όρασης από το ανθρώπινο μάτι είναι 16 καρέ το δευτερόλεπτο, τότε είμαστε έτοιμοι να καταλάβουμε την αξία των τεχνικών σκόπευση και να αποδεχτούμε την αναγκαιότητα τους. Αυτό είναι το "εύκολο" κομμάτι. Το δύσκολο είναι να μάθουμε να περιλαμβάνουμε την κάννη στο κοίταγμα του στόχου και πιστέψτε με, το 99% τουλάχιστον των κυνηγών και σκοπευτών δεν το κατέχουν.
Αυτά προς το παρόν και για οποιαδήποτε διευκρίνιση είμαι στην διάθεσή σας.