ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Β'ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1957
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΙΚΟ ΠΑΣΧΑ
᾽Εκεῖνο τὸ χρόνο - 1820 - τὸ Πάσχα τὸ πέρασε ὁ Κολοκοτρώνης μαζὶμὲ τοὺς λίγους ἐμπίστους του στὸ πλάτωμα τοῦ ξωκκλησιοῦ τοῦ ἉγίουΓεωργίου, στὴ Ζάκυνθο. Ἐκεῖ μποροῦσε νὰ συγκεντρωθῇ περισσότε-ρο στὸν ἐαυτό του καὶ στὶς σκέψεις του. Γιατὶ στὴν ἐκκλησιὰ ἐκείνηεἶχε ταφῆ ἡ ἀγαπημένη του γυναῖκα, γιατὶ στὴν ἐκκλησιὰ ἐκείνη ὁπαπᾶ-῎Ανθιμος Ἀργυρόπουλος τὸν εἶχε ὁρκίσει στὴ Φιλικὴ ῾Εταιρεία,γιατὶ ἀπὸ τὸ ρωμαντικὸ αὐτὸ τοπίο μποροῦσε ν’ ἀντικρύζῃ μὲ μαράζιτὸν ἀπέναντι Μωριᾶ, τὴν ὠνειρευμένη πατρίδα του, ποὺ δὲν μποροῦσενὰ ξαναϊδῇ ὅσο ὁ ξένος δυνάστης τὴν πατοῦσε.Μόλις εἶχε περάσει ἕνας χρόνος ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἡμέρα, ποὺὁ Φιλικὸς Πάγκαλος εἶχεν ἔρθη στὴ Ζάκυνθο κι εἶχε ξεμυστηρευθῆσὲ λίγους Ζακυνθινοὺς καὶ σὲ μερικοὺς Μωραΐτες, ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖπρόσφυγες, περιμένοντας τὴν ἀνάστασιν τοῦ Γένους, τὸ μυστήριο τῆςΦιλικῆς ῾Εταιρείας μὲ τὸν ἀόρατο ἀρχηγό, μὲ τὴ ρωσικὴ βοήθεια, μὲ τὶςχιμαιρικὲς ἐλπίδες. Κι ὅλοι οἱ πατριῶται εἶχαν ὁρκισθῆ καὶ περίμεναντὴ φωνή, ποὺ θὰ τοὺς ἔκραζε νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆςπατρίδος. ῾Ο Κολοκοτρώνης, περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, δὲν ἔβλεπε τὴνῶρα νὰ βροντήσῃ τὸ καριοφίλι, γιατὶ εἶχε παλιοὺς λογαριασμοὺς μὲ τοὺςδυνάστας, ποὺ τοῦ εἶχαν σκοτώσει τόσους ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του καὶτὸν εἶχαν ἀναγκάσει νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ ν’ ἀναγκαστῆ, νὰ ζῇστὴ Ζάκυνθο κάνοντας τὸ χασάπη. Ἀλλὰ χρόνια τώρα περίμενε, πολλὲςὑποσχέσεις εἶχε ἀκούσει, καὶ τίποτε δὲν ἔβλεπε. ῾Ο γαλανὸς οὐρανὸς τῆςΖακύνθου, τὰ λουλούδια τοῦ ὡραίου νησιοῦ, ἡ γλυκειὰ καὶ γελαστὴφύσις, ποὺ τὸν τριγύριζε, δὲν ἔφθανε νὰ τὸν κάμῃ εὔθυμο. Ξενιτεμμένοςἦταν, μολονότι δὲν εἶχε κανένα παράπονο γιὰ τοὺς Ζακυνθινούς, ποὺτὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ γύρευαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τοῦκάμουν ὅσο τὸ δυνατὸ λιγώτερο πικρὴ τὴν ξενιτειά.
Πολλὲς φορὲς εἶχε τραβήξει τὸν ἀνήφορο ἐκεῖνον κι εἶχε πάει στὴνἔπαυλι τοῦ Στράνη, ὅπου περνοῦσε ἥσυχα ὁ κόντε - Σολωμός. Στὸν ποιητὴεὕρισκε ὁ πολεμιστὴς παρηγοριά, γιατὶ τοῦ μιλοῦσε μὲ τὴ φαντασίατου, μὲ τὰ ὄνειρά του, μέ τοὺς πόθους του, ποὺ ἦσαν καὶ δικοί του. Γιατὶτοῦ ἔλεγε, πὼς δὲν μποροῦσε ν’ ἀργήσῃ ἡ ἅγια ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.Καὶ ὁ ἄξεστος Μωραΐτης ἄκουγε μὲ θαυμασμὸ τὸν ἄρχοντα ποιητή, ὁπατριώτης τὸν πατριώτη, γιατὶ τοὺς ἕνωνε καὶ τοὺς ἐξίσωνε τὸ ὑψηλὸαἴσθημα τοῦ ἁγνοῦ πατριωτισμοῦ. Καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ παρηγορεῖτο. Ὅταν ὅμως ἔμενε μονάχος ὁ Κολοκοτρώνης, πάλι συννέφιαζε, πάλικυριευόταν ἀπὸ μικρὴ μελαγχολία, γιατὶ ἔβλεπε νὰ περνᾷ ὁ καιρὸς ἄδικακι οἱ ἐλπίδες του νὰ μένουν πάντα ὄνειρα. Γι’ αὐτό, τὸ χρόνο ἐκεῖνο,τὸ Πάσχα τὸ πέρασε ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ πικραμμένος. Τὰ παιδιά του,οἱ φίλοι του ἐφρόντιζαν γιὰ τὸ ψήσιμο τοῦ ἀρνιοῦ, ποὺ μοσχοβολοῦσεγυρίζοντας στὴν ξύλινη σούβλα. Πάνω στὸ χορτάρι εἶχε στρωθῆ τὸτραπέζι πρόχειρο, ἀπλό, φτωχικό. Ἡ ὁλόξανθη Ζακυνθινὴ βερντέα ἐχρύσιζε στὶς χιλιάρες μπουκάλες ἀραδιασμένες ἐκεῖ σιμά. ῎Ελειπε ὅμωςκάτι πολύτιμο - ἡ εὐθυμία - ποὺ κανένα κρασὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ. Κι ὁΚολοκοτρώνης ἔτρωγε μελαγχολικός, σιωπηλός, σὰν νὰ μὴ βρισκότανπραγματικὰ ἐκεῖ. ῏Ηταν μακριά, ἐκεῖ ἀπέναντι, στὸ Μωριᾶ του, ποὺ ξαγνάντευε μὲ μαράζι καὶ νοσταλγία.Ξάφνου ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους του φωνάζει χαρούμενος.Λοιπὸν τοῦ χρόνου θὰ κάμωμε Πάσχα στὸ Μωριᾶ ! Καλὰ μαντᾶτα!Γιὰ κοιτᾶχτε ἐδῶ !Καὶ σήκωσε ψηλὰ γιὰ νὰ τοὺς ξείξῃ τὴν πλάτη τ’ ἀρνιοῦ.- Νά το, ἐδῶ εἶναι γραμμένο ! Κοιτᾶχτε !Οἱ ἀρματωλοὶ καὶ οἱ κλέφτες πίστευαν στὴ μαγικὴ δύναμι τῆςπλάτης τοῦ ἀρνιοῦ. ῾Υπῆρχαν μάλιστα καὶ μερικοὶ γέροι, ποὺ μποροῦσαννὰ διαβάσουν στὴν πλάτη αὐτή, σὰν σὲ ἀνοιχτὸ βιβλίο, τὸ μέλλον. Ἕναςἀπὸ τοὺς γέρους λοιπὸν τῆς συντροφιᾶς τοῦ Κολοκοτρώνη διάβασε τὴνπροφητικὴ πλάτη τοῦ ἀρνιοῦ, κι εἶδε γραμμένο μέσα τὸ εὐτυχισμένοπρομήνυμα, ποὺ μὲ τόση χαρὰ τους ἀποκάλυψε. Ὅλοι τότε γελαστοί, εὔθυμοι, χαρωποὶ σήκωσαν τὰ ποτήρια τωνκι ἐφώναξαν :Ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ στοῦ Θεοῦ τ’ αὐτί. Καλὴ πατρίδα τοῦχρόνου!Γνώριζαν, ὅτι ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἐσήμαινε πόλεμο, ματοκύλισμα, θανατι-κό, κίνδυνο τῆς ζωῆς των, ποὺ περνοῦσε ἡσυχα κι ἀμέριμνη. Ἀλλὰ δὲντοὺς ἔμελλε. Γιὰ τὴν πατρίδα ἦσαν ἕτοιμοι νὰ δώσουν καὶ τὴ ζωή των.
Κι ὅταν τὸ πασχαλινὸ τραπέζι τέλειωσε, ὁ Κολοκοτρώνης σηκώθηκεπρῶτος, ἔκοψε ἕνα κλαδὶ ἀπὸ μιὰ φουντωτὴ δάφνη, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά,καὶ δείχνοντας μ’ αὐτὴ τὸ άντικρινὸ κάστρο Χλουμοῦτσι, στὸ Μωριᾶ,τοὺς εἶπε μὲ συγκίνησι, ποὺ δὲν κατώρθωνε νὰ κρύψῃ :- ῾Ο Θεὸς νὰ δώσῃ παιδιά, τοῦ χρόνου νὰ ψήσωμε τὰ πασχαλινὰ ἀρνιὰἐκεῖ κάτου, ποὺ μᾶς καρτεροῦν τ’ ἀδέλφια μας γιὰ τὴν ἐλευθερία !Κι ἕνα δάκρυ κύλισε ἀπὸ τὰ μάτια του, ποὺ τὰ σκέπαζαν πυκνὰκατάμαυρα φρύδια.Καὶ ἡ εὐχὴ γίνηκε πραγματικότης. Ὁ Κολοκοτρώνης δὲν ἄργησε νὰμάθῃ τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὴν ᾽Επανάστασι. Οἱ Μωραΐτες δὲν ἐσηκώνοντο,ἄν δὲν εἶχαν μαζί των τὸ πρωτοπαλλήκαρό των, τὸ Γέρο τοῦ Μωριᾶ.Τὰ πράγματα ἦσαν πιὰ ἕτοιμα. ῎Επρεπε ὅμως νὰ φύγῃ, χωρὶς νὰ δώσῃ,ὑποψία στὴν ἀγγλικὴ ἀστυνομία τῆς Ζακύνθου, ποὺ παρακολουθοῦσετοὺς πατριῶτες μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, νὰ περάσουν στὸ Μωριᾶ.Ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης κατώρθωσε νὰ τοὺς γελάσῃ, προφασισθείς, ὅτιθὰ πήγαινε στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου γιὰ ἐμπόριο.Στὰς 16 τοῦ Γενάρη τοῦ 1821 ὁ Κολοκοτρώνης κατώρθωσε νὰφύγῃ μέ καΐκι καὶ νὰ περάσῃ στὴ Μάνη, ὅπου κρύφθηκε στὸ σπίτιτοῦ Μούρτζινου, ἕως τὴν εὐλογημένη ἡμέρα, ποὺ σηκώθηκαν πιὰ οἱ Ἑλληνες.Τὸ Πάσχα τοῦ 1821 τὸ πέρασε πολὺ διαφορετικὰ ὁ Κολοκοτρώνης.Δὲν εἶχε πιὰ τὴν ἡσυχία τοῦ καταπράσινου μαγικοῦ τοπίου τῆς Ζα-κύνθου, ὅπως τὸν περασμένο χρόνο. Ἀλλὰ πατοῦσε τὸ ἀγαπημένο τουχῶμα, ἦταν στὸ Μωριᾶ του, καὶ μ’ ὅλας τὰς στερήσεις, μ’ ὅλους τοὺςκινδύνους, μ’ ὅλες τὶς στενοχώρὶες, ὁ Κολοκοτρώνης τὴν ἡμέρα ἐκείνηἦταν χαρούμενος. Καὶ στὸ πασχαλινό του δεῖπνο θυμήθηκε τὸ σύντροφότου, ποὺ στὴ Ζάκυνθο εἶχε διαβάσει στὴν πλάτη τοῦ ἀρνιοῦ τὴν εὐτυχία,ποὺ εἶχε γίνει πιὰ πραγματικότης. Σήκωσε λοιπὸν τὸ ποτήρι, ὄχι μὲδακρυσμένο μάτι, ἀλλὰ χαρούμενος, εὐτυχισμενος κι ἐβροντοφώναξε !- Χριστὸς ἀνέστη, παλληκάρια ! Ἡ Πατρίδα ἀνέστη !- Ἀληθῶς ἀνέστη, ἀπάντησαν οἱ σύντροφοί του.Κι ἐφιλήθησαν ὅλοι μὲ τὸν ἀδελφικὸ ἀσπασμὸ τοῦ Πάσχα,εὐτυχισμένοι, θαρρετοί, βέβαιοι γιὰ τὴ νίκη...
«Νεολαία»
Κώστας Καιροφύλας