Κυνηγετικές Ιστορίες

Από παλιό άρθρο μου στο Έθνος Κυνήγι...




Αναζητήσεις στο δάσος


Τέλος Οκτωβρίου και το μυαλό μου γυρίζει σε μια εξόρμηση που έχασα την προηγούμενη χρονιά και η οποία έμελε να ήταν πετυχημένη γι’ αυτούς που επέλεξαν να κυνηγήσουν την μακρομύτα. Έτσι φέτος επέλεξα να <<προδώσω>> για ένα Σαββατοκύριακο την πολυαγαπημένη μου ρήγισσα των βουνών και να προσπαθήσω να έχω μια συνάντηση με την βασίλισσα του δάσους, εκεί στα λημέρια της στα πυκνά δάση από οξιές ή και στα πανέμορφα έλατα ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Έτσι με τον φίλο μου και συνκυνηγό Γιώργο ανηφορίσαμε προς το όμορφο εξοχικό του σ’ ένα μαγευτικό πραγματικά μέρος περιτριγυρισμένο από πανέμορφο δάσος και πηγές που χαρίζουν στον τόπο πλούσια βλάστηση.
Πρώτη στάση στο καφενείο του χωριού. Η ξυλόσομπα κρατά τον χώρο ζεστό και οι πρωινοί θαμώνες του μαγαζιού δεν είναι άλλοι από τους κυνηγούς. Στην εσχατιά αυτή του τόπου μας οι κυνηγοί είναι εκείνοι οι οποίοι δίνουν μια ζωντάνια αλλά και συνεισφέρουν οικονομικά στον τόπο αυτό. Ο ιδιοκτήτης του πάντα με το χαμόγελο στα χείλη εξυπηρετεί τους πελάτες του γνωστούς από παλιά ή και νέους που ανακάλυψαν το μέρος και θέλουν να το γνωρίσουν. Σήμερα η μέρα φαίνεται καλή με ελαφρύ βοριαδάκι και χαμηλή θερμοκρασία. Επιτέλους η βροχή των προηγούμενων ημερών έχει σταματήσει και η ελπίδα για μια καλή κυνηγετικά μέρα είναι αυτή που έχει φωλιάσει μέσα μας. Η συζήτηση για τα κυνήγια του παρελθόντος και τις σκηνές που έχουν δει τα μάτια των μεγαλύτερων σε ηλικία κυνηγών, κάνει τον ζεστό καφέ ακόμα πιο γευστικό και έτσι σαν μια παρέα από παλιά, το πρώτο φως της μέρας κάνει την εμφάνιση του. Τα χρώματα του δάσους φαίνονται από τα τζάμια του καφενείου και ένα συναίσθημα μοναδικό μας κυριεύει. Ώρα να αφήσουμε την θαλπωρή της ξυλόσομπας και να αρχίσουμε να ανηφορίζουμε προς τον κυνηγότοπο. Η διαδρομή πολλή όμορφη και σύντομη. Μπροστά μας απλώνεται πλέον το δάσος με τις οξιές. Πυκνό δάσος με το κόκκινο χαρακτηριστικό χρώμα των φύλλων της οξιάς να χαρακτηρίζει την εποχή αυτή. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και μια γερακότσιχλα μας χαιρετά πετώντας από πάνω μας. Όσο ετοιμαζόμαστε άλλες γερακότσιχλες περνούν κοντά μας και άλλες πιο μακριά μας <<παίζοντας>> μαζί μας. Φαίνεται ότι έχει πέρασμα. Κοιταζόμαστε με τον Γιώργο και λέμε γιατί όχι; Στο υπόλοιπο μισάωρο κάποιες γερακότσιχλες έρχονται στα χέρια μας χαρίζοντας σε μας ωραίες τουφεκιές αλλά σπάζοντας τα νεύρα στον κυνηγετικό μας σύντροφο τον Ζίκο ο οποίος αναρωτιέται μέσα από το αυτοκίνητο για τον λόγο που δεν μετέχει και αυτός σε αυτό το πανηγύρι. Το πέρασμα συνεχίζεται αλλά εμείς είμαστε εδώ για άλλο λόγο και ο καιρός συννεφιασμένος πια δεν μας προσφέρει την σιγουριά για μια μακράς διάρκειας κυνηγετική μέρα. Έτσι αποφασίζουμε να αρχίσουμε το κυνήγι του θηράματος για το οποίο ήρθαμε και έτσι ο πιστός μου κυνηγετικός σύντροφος λύνεται και εκείνος ξεχύνεται στο υγρό και δροσερό μπεκατσοτόπι. Μεγάλη αλλαγή σε σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες αλλά και τις εδαφικές δυσκολίες που επικρατούν στο κυνήγι της ρήγισσας των βουνών και αυτό φαίνεται αμέσως από την κίνηση του σέττερ μου. Εικόνες μαγικές αρχίζουν να ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Τα σέττερ δείχνουν ιδανικά για τοπία σαν και αυτό που κυνηγούμε. Άλλωστε πολλοί ζωγράφοι έχουν σαν θέμα κάποιο σέττερ που φερμάρει ή που καλπάζει σε ατελείωτα δάση. Η κίνηση αυτών των πλασμάτων και η μοναδική τους ομορφιά σε συνεπαίρνει. Οι κάτοχοι αυτών των σκύλων καταλαβαίνουν τι λέω αλλά και οι κυνηγοί τους οποίους συντροφεύει στα κυνήγια τους κάποια άλλη φυλή αναγνωρίζουν την απαράμιλλη ομορφιά αυτού του ζώου.
Οι εικόνες μας έχουν ήδη συνεπάρει αλλά το <<ταξίδι>> στο όνειρο διακόπτεται από το <<ανέβασμα>> σε μυρωδιά και την φέρμα να έρχεται ως αποτέλεσμα. <<Γιώργο, φερμάρει. Εσύ από πάνω>>, λέω. Γρήγορες κινήσεις για να βρεθούμε κοντά στον σκύλο αλλά πριν προλάβουμε να πάρουμε θέση μια σκιά που βλέπει ο Γιώργος αλλά και ένα ήχος που νομίζω ότι ακούστηκε και μοιάζει με πέταγμα μας αφήνει με με μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά γιατί οι βασίλισσες υπάρχουν και πικρή διότι μας κέρδισε στην πρώτη επαφή. Ας είναι. Άλλωστε αυτή είναι η ομορφιά του συγκεκριμένου θηράματος. Η δυσκολία στην κάρπωση του και οι πονηριές της οι οποίες είναι αμέτρητες, όσες και οι ιστορίες που την περιβάλλουν. Ο Ζίκο αρχίζει να ψάχνει με πιο πολύ πάθος. Αλήθεια τι πάθος κρύβεται σε αυτό το ζωντανό, τέτοιο που σε κάνει να πιστεύεις ακράδαντα ότι ζει και αναπνέει γι’ αυτές τις στιγμές. Τοπία μαγευτικά εναλλάσσονται με τις οξιές να δίνουν την θέση τους σε κάποιες βελανιδιές και μικρά ρέματα με τρεχούμενο καθαρό νερό να ποτίζουν το δάσος. Ένα μικρό ξέφωτο είναι μπροστά μας και αποφασίζουμε να το περάσουμε από εκεί καθώς φαίνεται ύποπτο μέρος για τυχόν νεόφερτα πουλιά. Πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε την σκέψη μας με τον Γιώργο, το σέττερ μας είναι πάλι σε φέρμα την οποία σπάει ύστερα από λίγο δίνοντας μας να καταλάβουμε ότι μια ακόμα μπεκάτσα αποφάσισε να μην μας συναντήσει. Πιστεύω ότι θα την βρούμε παρακάτω και ήδη κατευθυνόμαστε πιο κάτω ή μάλλον για την ακρίβεια ακολουθούμε το ένστικτο του Ζίκου ο οποίος καλπάζει στο βάθος του δάσους εμφανώς παθιασμένος από τα τερτίπια των μπεκατσών. Εγώ με τον Γιώργο αναρωτιόμαστε για την συμπεριφορά των πουλιών σήμερα. Συζητήσεις που όλοι έχουν κάνει όταν μιλούν για το συγκεκριμένο θήραμα. Πρέπει να είναι νεόφερτα πουλιά τα οποία ήρθαν την νύχτα και μην γνωρίζοντας τον τόπο προτιμούν ακούγοντας και μόνο τον ήχο από το μπίπερ ή το κουδούνι του σκύλου να πετούν αθόρυβα μακριά πριν προλάβει να τις πλησιάσει. Είναι η δεύτερη φορά σήμερα που μας συμβαίνει το ίδιο και ελπίζω και εύχομαι να μην μας ξανατύχει.
Παρακάτω το μέρος αρχίζει να γίνεται έντονα κατηφορικό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα φύλλα από τις οξιές δεν έχουν πέσει ακόμα, καθιστούν την κάρπωση σε τυχόν φέρμα και ξεσήκωμα της μπεκάτσας σε τέτοια μέρη απίστευτα δύσκολο. Η μπεκάτσα σαν να με άκουσε και ο σκύλος μας είναι σε φέρμα ξανά σε ένα τέτοιο δύσκολο σημείο. Ο Γιώργος παίρνει θέση δίπλα στον σκύλο και εγώ προσπαθώ να κάνω έναν κύκλο και να βγω μπροστά ώστε να έχω την πιθανότητα να την δω εάν προσπαθήσει να διαφύγει εμπρός. Η μπεκάτσα όμως είναι έμπειρη και έχει άλλα σχέδια. Απλά ο Γιώργος και εγώ ακούμε το πέταγμα της και δεν μας χαρίζει την εικόνα της, φεύγοντας ανάμεσα μας. Ο Ζίκο έχει τρελαθεί, εάν μπορούσε να μιλήσει θα ακούγαμε διάφορα αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Ο Γιώργος και εγώ αναστενάζουμε βαριά μην μπορώντας να χωνέψουμε τον τρόπο που διάλεξε να φύγει, ο οποίος βέβαια ήταν και ο πιο πετυχημένος. Μπράβο της, έξυπνο πουλί. Μια μικρή στάση για να ξεκουραστούμε λίγο εμείς αλλά και ο σκύλος μας, συζητώντας ταυτόχρονα <<Γιώργο κάτι μου λέει ότι θα την ξαναβρούμε>>. <<Ναι, αλλά που;>> είναι η απάντησή του. <<Ας συνεχίσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση και εάν είμαστε λίγο τυχεροί θα την συναντήσουμε>>. Ξανά λοιπόν ξεκινάμε με την ευχή να είμαστε ξανά τυχεροί απλά και μόνο για να την συναντήσουμε. Άλλωστε η συνάντηση είναι αυτό που μαγεύει όλους τους κυνηγούς με σκύλο φέρμας. Η συνάντηση η οποία έχει σαν αποτέλεσμα ο σκύλος μας να παίρνει τρομερές στάσεις σε φέρμα ανάλογα την φυλή στην οποία ανήκει και στα σέττερ απλά η φέρμα είναι μαγεία.
Η έρευνα του σκύλου μας έχει ανοίξει προσπαθώντας να βρει το αντικείμενο του πόθου του, την βασίλισσα του δάσους. Και να που μετά από λίγο στο βάθος ο σκύλος μας έκανε ακόμα μια φορά το θαύμα του. Είναι εκεί καρφωμένος σε αυτήν την μυρωδιά την γνώριμη από παλιά. Ο Γιώργος ήδη κατευθύνεται προς τον Ζίκο ενώ εγώ κάνω έναν μεγάλο κύκλο προσπαθώντας να βγω μπροστά. Ένα μικρό ξέφωτο ξεπροβάλλει μπροστά μου. Αποφασίζω να καθίσω εκεί, από το να χωθώ και εγώ μέσα στο δάσος. Κάτι μου λέει ότι μπορεί να επιχειρήσει ξανά να διαφύγει πλάγια προς ένα άνοιγμα. Παίρνω θέση στο ξέφωτο και προσπαθώ να διακρίνω τον Ζίκο που φερμάρει. Δεν τον βλέπω αλλά βλέπω τον Γιώργο να έχει πάρει θέση. Ο χρόνος λες και έχει σταματήσει. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία γύρω μας. Παρά μόνο η συνεργασία των τριών μας. <<Κώστα..>> ακούω να λέει. <<Πάνω σου…>>. Η μπεκάτσα βγαίνει ακριβώς μπροστά μου. Στην άκρη από το ξέφωτο με κατεύθυνση εμένα. Η πρώτη τουφεκιά είναι άστοχη. Εκείνη στρίβει και μου δίνει την ευκαιρία για μια και μόνο γρήγορη βολή πριν χαθεί πίσω από τα δέντρα. Ευτυχώς η δεύτερη τουφεκιά είναι σωστή. Ο Ζίκο ψάχνει να την απορτάρει σαν τρελός. Το αξίζει άλλωστε. Την βρίσκει και αρχίζει να μου την φέρνει πανευτυχής και καμαρωτός. Η μπεκάτσα είναι μεγάλη. Έτσι εξηγούνται τα κόλπα της. Έμπειρο πουλί το οποίο μας παίδεψε,αλλά αυτό είναι και η ομορφιά του κυνηγιού της.
 
Όλοι κάνουμε σαν μικρά παιδιά. Η συνεργασία μας ήταν άψογη. Αυτό λέμε με τον Γιώργο. Τι συμβαίνει σ’ αυτό το κυνήγι. Δύο άνθρωποι και ένας σκύλος συνεργάζονται προκειμένου να πετύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σαν μια ομάδα που συνεννοείται με τα μάτια και μόνο. Έτσι μόνο μπορείς να έχεις αποτέλεσμα σ’ αυτόν τον τόπο. Ο Γιώργος μου λέει πως είδε την μπεκάτσα κάποια στιγμή στο έδαφος την ώρα που περπάτησε για να μεγαλώσει την απόσταση από τον σκύλο. Απίστευτη σκηνή και σπάνια που τον έκανε να νοιώσει ρίγος την ώρα εκείνη. Την ώρα που την κοίταξε εκείνη απογειώθηκε.
Καθόμαστε λίγο να ξεκουραστούμε εμείς αλλά πρώτα απ’ όλα ο σκύλος μας. Αν και αυτός είναι που μας αναγκάζει να σηκωθούμε άρον άρον και να συνεχίσουμε. Το πάθος του είναι αυτό που δεν του επιτρέπει να καθίσει για πολύ. Λες και ξέρει ότι κάπου τον περιμένει η επόμενη για να αναμετρηθούν.
Βαδίζουμε ξανά ακολουθώντας το ένστικτο του. Το έχω κάνει πολλές φορές και μου έχει βγει σε καλό. Έτσι πριν ακόμα προλάβω να σκεφτώ κάτι άλλο, επανέρχομαι στον κυνηγότοπο με μια φράση του Γιώργου. <<Φερμάρει>>. Μαγική λέξη η οποία κάνει την καρδιά να χτυπά δυνατά. <<Πάλι;>> λέω. Λες και με πείραζε ακούστηκε αλλά ξαφνιάστηκα από την απόσταση που καλύψαμε πριν συναντήσουμε την δεύτερη. Τρέχουμε πάλι. Ο Γιώργος πάλι προς τον σκύλο και εγώ πάλι να προσπαθώ να βγώ μπροστά. Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική. Ο Ζίκο φερμάρει βαθιά στο δάσος σε ένα έντονα κατηφορικό και πυκνό από βλάστηση μέρος. Η αλήθεια είναι ότι τα συναισθήματα μέσα μου δεν είναι τα ίδια. Κάτι μου λέει πως εδώ θα είναι πολύ δύσκολο να καρπωθούμε την βελουδομάτα. Συνεχίζω να κατεβαίνω την πλαγιά παραμερίζοντας διάφορα κλαδιά για να περάσω αφήνοντας πίσω μου τον Γιώργο με τον Ζίκο. Ακούω τον Γιώργο να ποντάρει τον σκύλο προς τα κάτω καθώς η μπεκάτσα έχει αρχίζει να περπατάει. Όσο εγώ προσπαθώ να βγω μπροστά τόσο η απόσταση μικραίνει καθώς η μπεκάτσα περπατάει συνέχεια και ο Γιώργο συνεχίζει ακάθεκτος να ακολουθεί με τον Ζίκο να ποντάρει. Έχω φτάσει σε ένα σημείο όπου κοιτώντας στα δεξιά μου το δάσος αραιώνει λίγο αλλά αριστερά είναι πυκνό. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τις σκέψεις μου και ακούω το χαρακτηριστικό σήκωμα της μπεκάτσας. Αμέσως μετά μια σκιά στην άκρη του ματιού μου με κάνει να στρέψω το κεφάλι μου προς τα εκεί φέρνοντας ταυτόχρονα το όπλο σε θέση βολής. Η τουφεκιά είναι ενστικτώδης και το μόνο που προλαβαίνω να δω είναι την μπεκάτσα να χάνεται πίσω από τα δένδρα στα 25 με 30 περίπου μέτρα από μένα. <<Την πήρες;>> ρωτάει ο Γιώργος. <<Δεν είδα Γιώργο. Δεν νομίζω γιατί δεν την είδα να πέφτει αλλά η κάννη από το όπλο μου ήταν πάνω της. Ήταν καλή τουφεκιά αν και ξαφνική. Μπορεί να την έχουν πάρει σκάγια. Πάμε προς την κατεύθυνση που έφυγε>>. Λέω και καλώ τον σκύλο μου για να τον στείλω προς τα εκεί. Εκείνος έρχεται και πηγαίνει προς την κατεύθυνση που του λέω.
Μετά από 15 μέτρα περίπου πέφτει σε φέρμα. <<Πρέπει να έπεσε Γιώργο μάλλον και την φερμάρει >> λέω. Εκείνη την στιγμή γίνεται κάτι περίεργο. Ακούω κάτι μπροστά μας αρκετά σαν να κινείται στα πεσμένα από τις οξιές φύλλα. Αρχίζω να κινούμαι προς τα εμπρός αφήνοντας τον σκύλο που ποντάρει ακολουθούμενος από τον Γιώργο. Ξαφνικά στο βάθος βλέπω την βελουδομάτα να προσπαθεί να ξεφύγει τραυματισμένη με μια μικρή χαμηλή πτήση. Μια γρήγορη τουφεκιά την σταματάει. Και στην συνέχεια έρχεται να στα χέρια μας από τον Ζίκο. Η θεά τύχη μας χαμογέλασε σ’ αυτήν την περίπτωση και εμείς με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά καθόμαστε και χαζεύουμε τα πουλιά που έχουμε ήδη στα χέρια μας. Όμορφες στιγμές που μοιράζονται φίλοι τους οποίους ενώνει η αγάπη για το κυνήγι και όχι μόνο.
Δυστυχώς η ώρα της επιστροφής έφτασε και εμείς ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής στην μεγαλούπολη στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, με ένα χαμόγελο στα χείλη από τις στιγμές που ζήσαμε. Μια ηρεμία γλυκιά είναι το συναίσθημα που μας κυριεύει θυμούμενοι την κυνηγετική μας μέρα. Στα διόδια πριν την Αθήνα, τσακώνονται ανταλλάσοντας ύβρεις, δύο συμπολίτες μας διότι ο ένας θεωρεί πως ο άλλος του πήρε την σειρά προς το ταμείο. Κουνάμε το κεφάλι και ευχόμαστε πότε θα ξαναφύγουμε πάλι.
 
Καλημέρα σε όλους.....

Ανεπανάληπτη εμπειρία από κυνήγι τσίχλας

Ημέρες εορτών και ίσως η ζεστασιά των ημερών αυτών, ίσως η ηρεμία από τις ολιγοήμερες διακοπές για μερικούς, ακόμα και η όχι καλή κυνηγετική χρονιά για αρκετούς, σε κάνουν να φέρνεις στην θύμησή σου, αγαπημένες εικόνες από το παρελθόν. Για τους λάτρεις της θεάς Άρτεμης, τι άλλο από κυνήγια που μένουν χαραγμένα βαθιά στην ψυχή σου να σε συντροφεύουν για πάντα.

Ήταν ο καιρός της επίσκεψης αυτών των φτερωτών σειρήνων που κάνουν τους κυνηγούς της τσίχλας να νιώθουν ρίγη και μόνο στο άκουσμά της. Το μέρος γνωστό από συναντήσεις προηγουμένων ετών , μαζί της. Οι ετοιμασίες από το βράδυ για το πρωινό ξεκίνημα έμοιαζαν σαν ιεροτελεστία η οποία τηρείτο σχολαστικά ως μια άλλη άτυπη βίβλο των κυνηγών. Το πρωινό ξύπνημα δεν άργησε να έρθει. Η διαδρομή σχετικά σύντομη μιας και ο κυνηγότοπος δεν απείχε πολύ από την Αθήνα. Την ησυχία της φύσης ταράζει μόνο η μηχανή του αυτοκινήτου. Η φύση τριγύρω σου, με την ηρεμία της και το σκοτάδι σε κάνουν να κινείσαι ήρεμα, νωχελικά μπορώ να πω σε σχέση με τις διαδρομές τρέλας στις συμπληγάδες της Κηφισίας και της Μεσογείων. Εδώ ο χρόνος κυλάει αλλιώς και μια γαλήνη κυριεύει την καρδιά σου. Μα να, το γνωστό δέντρο το οποίο μοιάζει σαν να σε περιμένει να του κάνεις παρέα, φάνηκε στον κατήφορο. Κρύψιμο του αυτοκινήτου, όχι μόνο λόγω του καρτεριού αλλά και γιατί το επιβάλλει η ίδια η φύση και εσύ γίνεσαι ένα με το δάσος. Είσαι εκεί γιατί εκεί ανήκεις, όσο και αν προσπάθησαν κάποιοι και ακόμα προσπαθούν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι δεν σημαίνει τίποτα για σένα. Κάποιοι άνθρωποι πολλά χρόνια πριν, έζησαν σ' αυτό και το αγάπησαν και σένα κάτι σε σπρώχνει και πάλι κοντά του. Το σκοτάδι δεν σε φοβίζει. Νιώθεις οικείο το μέρος, φιλικό, είναι μέσα στα γονίδια σου.

Παίρνεις την θέση σου και ακούς και άλλους φίλους (φίλοι είναι αυτοί που αγαπούν αυτό που αγαπάς και εσύ, για τον ίδιο λόγο που το αγαπάς) να έρχονται, σαν μια μυστική σύναξη των ανθρώπων που θέλουν να ξεφύγουν από τον ίδιο εφιάλτη, την πόλη. Το σκοτάδι αφήνει σιγά σιγά την θέση του στο φως και εκείνη την στιγμή σαν κάποιο μαχητικό αεροπλάνο περνά από δίπλα σου εκείνη. Δεν την είδες καλά αλλά την άκουσες και κατάλαβες καλά τι ήταν. Άλλωστε το ''τσικ'' αυτό έκανε την καρδιά σου να σκιρτήσει σαν ένα άλλο ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο. Είναι εκείνη που ξεκίνησε νωρίς ίσως λες και είναι πιο έμπειρη απ' όλες. Να όμως που και άλλες έρχονται ξαφνικά. Το προδίδουν οι τουφεκιές που άρχισαν να πέφτουν ήδη. Η γνώριμη φιγούρα της ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. Έρχεται κατά πάνω σου. Σηκώνεις το όπλο σου και σκοπεύεις διόφθαλμα, όχι μόνο επειδή έτσι είναι το σωστό αλλά γιατί έτσι την χαίρεσαι στα μάτια σου. Σε λίγα δευτερόλεπτα είναι στα χέρια σου. Την κρατάς και τις στρώνεις τα πούπουλα γιατί πρέπει να την κουβαλάς όπως τις αρμόζει. Πολλές τουφεκιές ακούγονταν από τα δίπλα καρτέρια αν και δεν είμαστε πολλοί κυνηγοί. Μάλλον η μέρα θα είναι καλή. Σήμερα θα έχει πέρασμα. Βλέπεις ο καιρός τις προηγούμενες μέρες δεν ήταν καλός και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Η φυσιγγιοθήκη σιγά σιγά αδειάζει και όλο και περισσότερες τσίχλες έχεις μαζί σου. Γρήγορο ψάξιμο στο αυτοκίνητο από όλη την παρέα και για άλλα κουτιά με φυσίγγια. Δεν ήμασταν και τόσο έτοιμοι για τέτοια μέρα μάλλον. Οι τσίχλες περνούν ασταμάτητα, οι τουφεκιές πέφτουν βροχή και πριν προλάβεις να ρίξεις στην μία, άλλη περνά δίπλα σου.

Η κάρπωση έχει φτάσει πια σε καλά επίπεδα και πάντα μέσα στα νόμιμα. Και εκεί που σκέφτεσαι να σταματήσεις ευχαριστημένος για το πρωινό αυτό άλλο σε κάνει και σταματάς. Αυτόματα τα χέρια με το όπλο σου κατεβαίνουν. Τα μάτια σου καρφώνονται στον ορίζοντα. Τα ανοιγοκλείνεις λίγο μήπως και ζαλίστηκες από τις τουφεκιές και δεν βλέπεις καλά. Και όμως είναι αυτό το οποίο άλλοι σου είχαν περιγράψει ότι το είχαν ζήσει αλλά εσύ προσπαθούσες να το φανταστείς αλλά δεν μπορούσες. Τώρα εσύ το βλέπεις και δεν μπορείς να το πιστέψεις. Ο ουρανός σχηματίζει ένα σύννεφο το οποίο κινείται με ταχύτητα. Πλησιάζει όλο και πιο πολύ κοντά σου και κάνει τα μάτια σου να ανοίγουν διάπλατα για να το χωρέσουν. Κοπάδια από χιλιάδες τσίχλες είναι από πάνω σου σαν σε παρέλαση. Γυρίζεις το κεφάλι σου αριστερά, δεξιά, τις βλέπεις και ζαλίζεσαι. Τσίχλες κοινές, γερακότσιχλες, κοκκινότσιχλες, συνθέτουν έναν πίνακα αλλιώτικο από τους άλλους. Σε δευτερόλεπτα αναρωτιέσαι εάν βλέπεις καλά. Εάν υπάρχουν όλα αυτά τα είδη μαζί και βρίσκονται πάνω από το κεφάλι σου. Και όμως είναι εκεί όλα. Το καταλαβαίνεις από τα βλέμματα των γύρω σου. Μένεις να κοιτάς το υπερθέαμα αυτό και σκέφτεσαι πόσα χρόνια χρειάζονται για να το ξαναζήσεις. Δεν θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από αυτό. Κοιτάζεσαι με τους φίλους σου και δεν λες τίποτα τα λέει όλα ο ουρανός. Ανάβεις τσιγάρο ίσως επειδή σε έχει μαγέψει αυτό που βλέπεις. Ο χρόνος έχει σταματήσει για να δώσει την σειρά του στην μαγεία. Αυτή η λέξη μόνο νομίζω ότι μπορεί να περιγράψει αυτές τις εικόνες. Το τσιγάρο τελείωσε αλλά αυτές ακόμα περνούν αμέτρητες. Και όμως δεν ακούγεται τουφεκιά. Σαν όλοι μαγεμένοι κάθονται και τις κοιτούν. Άλλωστε όλοι έχουν πάρει αρκετά πουλιά και η πλεονεξία είναι ένα συναίσθημα που δεν αρμόζει στους κυνηγούς. Το να σκοπεύσεις έστω, θα σε κάνει να χάσεις τούτη την στιγμή και αυτές τις στιγμές δεν ξέρεις εάν θα τις ξαναζήσεις. Είτε γιατί η τύχη δεν θα τα φέρει έτσι, είτε γιατί όπως και έγινε ο τόπος αυτός απαγορεύτηκε, ώστε να κάνει παρέα στο δέντρο εκείνο όχι ένας λάτρης του δάσους αλλά μια πισίνα. Μια πισίνα βίλας που χτίστηκε μετά την απαγόρευση και που χρειάστηκε να κοπούν πολλά δέντρα για να γίνει.

Τελικά το μόνο που έμεινε είναι μια άδεια γραμμή στο βιβλιαράκι του Προγράμματος Άρτεμης, διότι δεν ήξερα τι αριθμό να βάλω για να με πιστέψουν και τρεις άνθρωποι να μιλούν για εκείνη την μέρα και να θυμούνται μόνο, γιατί κάποιοι τους στέρησαν την δυνατότητα να το ζήσουν ξανά.
 
Καλημέρα σε όλους.....

Ανεπανάληπτη εμπειρία από κυνήγι τσίχλας

Ημέρες εορτών και ίσως η ζεστασιά των ημερών αυτών, ίσως η ηρεμία από τις ολιγοήμερες διακοπές για μερικούς, ακόμα και η όχι καλή κυνηγετική χρονιά για αρκετούς, σε κάνουν να φέρνεις στην θύμησή σου, αγαπημένες εικόνες από το παρελθόν. Για τους λάτρεις της θεάς Άρτεμης, τι άλλο από κυνήγια που μένουν χαραγμένα βαθιά στην ψυχή σου να σε συντροφεύουν για πάντα.

Ήταν ο καιρός της επίσκεψης αυτών των φτερωτών σειρήνων που κάνουν τους κυνηγούς της τσίχλας να νιώθουν ρίγη και μόνο στο άκουσμά της. Το μέρος γνωστό από συναντήσεις προηγουμένων ετών , μαζί της. Οι ετοιμασίες από το βράδυ για το πρωινό ξεκίνημα έμοιαζαν σαν ιεροτελεστία η οποία τηρείτο σχολαστικά ως μια άλλη άτυπη βίβλο των κυνηγών. Το πρωινό ξύπνημα δεν άργησε να έρθει. Η διαδρομή σχετικά σύντομη μιας και ο κυνηγότοπος δεν απείχε πολύ από την Αθήνα. Την ησυχία της φύσης ταράζει μόνο η μηχανή του αυτοκινήτου. Η φύση τριγύρω σου, με την ηρεμία της και το σκοτάδι σε κάνουν να κινείσαι ήρεμα, νωχελικά μπορώ να πω σε σχέση με τις διαδρομές τρέλας στις συμπληγάδες της Κηφισίας και της Μεσογείων. Εδώ ο χρόνος κυλάει αλλιώς και μια γαλήνη κυριεύει την καρδιά σου. Μα να, το γνωστό δέντρο το οποίο μοιάζει σαν να σε περιμένει να του κάνεις παρέα, φάνηκε στον κατήφορο. Κρύψιμο του αυτοκινήτου, όχι μόνο λόγω του καρτεριού αλλά και γιατί το επιβάλλει η ίδια η φύση και εσύ γίνεσαι ένα με το δάσος. Είσαι εκεί γιατί εκεί ανήκεις, όσο και αν προσπάθησαν κάποιοι και ακόμα προσπαθούν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι δεν σημαίνει τίποτα για σένα. Κάποιοι άνθρωποι πολλά χρόνια πριν, έζησαν σ' αυτό και το αγάπησαν και σένα κάτι σε σπρώχνει και πάλι κοντά του. Το σκοτάδι δεν σε φοβίζει. Νιώθεις οικείο το μέρος, φιλικό, είναι μέσα στα γονίδια σου.

Παίρνεις την θέση σου και ακούς και άλλους φίλους (φίλοι είναι αυτοί που αγαπούν αυτό που αγαπάς και εσύ, για τον ίδιο λόγο που το αγαπάς) να έρχονται, σαν μια μυστική σύναξη των ανθρώπων που θέλουν να ξεφύγουν από τον ίδιο εφιάλτη, την πόλη. Το σκοτάδι αφήνει σιγά σιγά την θέση του στο φως και εκείνη την στιγμή σαν κάποιο μαχητικό αεροπλάνο περνά από δίπλα σου εκείνη. Δεν την είδες καλά αλλά την άκουσες και κατάλαβες καλά τι ήταν. Άλλωστε το ''τσικ'' αυτό έκανε την καρδιά σου να σκιρτήσει σαν ένα άλλο ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο. Είναι εκείνη που ξεκίνησε νωρίς ίσως λες και είναι πιο έμπειρη απ' όλες. Να όμως που και άλλες έρχονται ξαφνικά. Το προδίδουν οι τουφεκιές που άρχισαν να πέφτουν ήδη. Η γνώριμη φιγούρα της ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. Έρχεται κατά πάνω σου. Σηκώνεις το όπλο σου και σκοπεύεις διόφθαλμα, όχι μόνο επειδή έτσι είναι το σωστό αλλά γιατί έτσι την χαίρεσαι στα μάτια σου. Σε λίγα δευτερόλεπτα είναι στα χέρια σου. Την κρατάς και τις στρώνεις τα πούπουλα γιατί πρέπει να την κουβαλάς όπως τις αρμόζει. Πολλές τουφεκιές ακούγονταν από τα δίπλα καρτέρια αν και δεν είμαστε πολλοί κυνηγοί. Μάλλον η μέρα θα είναι καλή. Σήμερα θα έχει πέρασμα. Βλέπεις ο καιρός τις προηγούμενες μέρες δεν ήταν καλός και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Η φυσιγγιοθήκη σιγά σιγά αδειάζει και όλο και περισσότερες τσίχλες έχεις μαζί σου. Γρήγορο ψάξιμο στο αυτοκίνητο από όλη την παρέα και για άλλα κουτιά με φυσίγγια. Δεν ήμασταν και τόσο έτοιμοι για τέτοια μέρα μάλλον. Οι τσίχλες περνούν ασταμάτητα, οι τουφεκιές πέφτουν βροχή και πριν προλάβεις να ρίξεις στην μία, άλλη περνά δίπλα σου.

Η κάρπωση έχει φτάσει πια σε καλά επίπεδα και πάντα μέσα στα νόμιμα. Και εκεί που σκέφτεσαι να σταματήσεις ευχαριστημένος για το πρωινό αυτό άλλο σε κάνει και σταματάς. Αυτόματα τα χέρια με το όπλο σου κατεβαίνουν. Τα μάτια σου καρφώνονται στον ορίζοντα. Τα ανοιγοκλείνεις λίγο μήπως και ζαλίστηκες από τις τουφεκιές και δεν βλέπεις καλά. Και όμως είναι αυτό το οποίο άλλοι σου είχαν περιγράψει ότι το είχαν ζήσει αλλά εσύ προσπαθούσες να το φανταστείς αλλά δεν μπορούσες. Τώρα εσύ το βλέπεις και δεν μπορείς να το πιστέψεις. Ο ουρανός σχηματίζει ένα σύννεφο το οποίο κινείται με ταχύτητα. Πλησιάζει όλο και πιο πολύ κοντά σου και κάνει τα μάτια σου να ανοίγουν διάπλατα για να το χωρέσουν. Κοπάδια από χιλιάδες τσίχλες είναι από πάνω σου σαν σε παρέλαση. Γυρίζεις το κεφάλι σου αριστερά, δεξιά, τις βλέπεις και ζαλίζεσαι. Τσίχλες κοινές, γερακότσιχλες, κοκκινότσιχλες, συνθέτουν έναν πίνακα αλλιώτικο από τους άλλους. Σε δευτερόλεπτα αναρωτιέσαι εάν βλέπεις καλά. Εάν υπάρχουν όλα αυτά τα είδη μαζί και βρίσκονται πάνω από το κεφάλι σου. Και όμως είναι εκεί όλα. Το καταλαβαίνεις από τα βλέμματα των γύρω σου. Μένεις να κοιτάς το υπερθέαμα αυτό και σκέφτεσαι πόσα χρόνια χρειάζονται για να το ξαναζήσεις. Δεν θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από αυτό. Κοιτάζεσαι με τους φίλους σου και δεν λες τίποτα τα λέει όλα ο ουρανός. Ανάβεις τσιγάρο ίσως επειδή σε έχει μαγέψει αυτό που βλέπεις. Ο χρόνος έχει σταματήσει για να δώσει την σειρά του στην μαγεία. Αυτή η λέξη μόνο νομίζω ότι μπορεί να περιγράψει αυτές τις εικόνες. Το τσιγάρο τελείωσε αλλά αυτές ακόμα περνούν αμέτρητες. Και όμως δεν ακούγεται τουφεκιά. Σαν όλοι μαγεμένοι κάθονται και τις κοιτούν. Άλλωστε όλοι έχουν πάρει αρκετά πουλιά και η πλεονεξία είναι ένα συναίσθημα που δεν αρμόζει στους κυνηγούς. Το να σκοπεύσεις έστω, θα σε κάνει να χάσεις τούτη την στιγμή και αυτές τις στιγμές δεν ξέρεις εάν θα τις ξαναζήσεις. Είτε γιατί η τύχη δεν θα τα φέρει έτσι, είτε γιατί όπως και έγινε ο τόπος αυτός απαγορεύτηκε, ώστε να κάνει παρέα στο δέντρο εκείνο όχι ένας λάτρης του δάσους αλλά μια πισίνα. Μια πισίνα βίλας που χτίστηκε μετά την απαγόρευση και που χρειάστηκε να κοπούν πολλά δέντρα για να γίνει.

Τελικά το μόνο που έμεινε είναι μια άδεια γραμμή στο βιβλιαράκι του Προγράμματος Άρτεμης, διότι δεν ήξερα τι αριθμό να βάλω για να με πιστέψουν και τρεις άνθρωποι να μιλούν για εκείνη την μέρα και να θυμούνται μόνο, γιατί κάποιοι τους στέρησαν την δυνατότητα να το ζήσουν ξανά.
Ωραίος .
Εξαρτάται από την ''πάστα '' κάθε ανθρώπου κυνηγού πότε σταματά ή αν σταματά .
Ενα παράδειγμα πρίν μερικά χρόνια στα 19 ορτύκια(7.30 πμ) την έκανα . Ο διπλανός με τον γιό το πήραν ολοήμερο με 200+ πουλιά .
Ένα τέτοιο εξοχικό μούφαγε το καλύτερο μου απογευματινό καρτέρι κούρνιας τρυγονιών .
 
Η αρρώστια

4.30 η ώρα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνω αμέσως, δεν θέλω να ξυπνήσω βλέπεις την γυναίκα μου. Άλλωστε τι φταίει και αυτή εάν εγώ έχω την <<αρρώστια>> του κυνηγιού. Σηκώνομαι βιαστικά, έτσι και αλλιώς ποιος κοιμόταν; Περίμενα όλο το βράδυ να περάσει η ώρα να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για το κυνήγι. Κλείνω πίσω μου την πόρτα από την κρεβατοκάμαρα και πηγαίνω στο μπάνιο. Πλένομαι γρήγορα και μετά πηγαίνω στο δεύτερο δωμάτιο όπου έχω βάλει τα ρούχα του κυνηγιού. Τα έχω φτιάξει από το βράδυ όλα είναι στην σειρά. Ντύνομαι και φεύγω από το σπίτι όσο πιο αθόρυβα γίνεται αφού έχω χαιρετήσει την γυναίκα μου μ' ένα φιλί ενώ αυτή κοιμάται. Εκείνη την ώρα σκέφτομαι τι παράξενη που είναι η ζωή. Εκείνη να κοιμάται όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι αυτήν την ώρα και εγώ να έχω σηκωθεί και να φεύγω από το σπίτι μες την τρελή χαρά. Τελικά είναι <<αρρώστια>> το κυνήγι. Ούτε χόμπι, ούτε τίποτα άλλο, παρά μια <<αρρώστια>> από την οποία δεν θέλουμε να γλιτώσουμε, αλλά θέλουμε και να την κολλήσουμε σε παιδιά, ακόμα και σε εγγόνια.

Φορτώνω τα πράγματα στο αυτοκίνητο και βάζω την μηχανή μπροστά. Δέκα λεπτά θέλω για το σημείο συνάντησης με τους άλλους. Τον πατέρα μου και τον φίλο - συγκυνηγό τον Γιώργο. Φτάνω πάλι πρώτος. Ίσως επειδή μένω πιο κοντά στο σημείο που έχουμε δώσει ραντεβού. Ίσως πάλι, επειδή δεν βλέπω την ώρα που θα αρχίσει το κυνήγι. Σε λίγο όλοι είμαστε παρόντες. Φόρτωμα των πραγμάτων σ' ένα αυτοκίνητο και φεύγουμε.

Τα πειράγματα έχουν ήδη αρχίσει. <<Πήρες πολλά φυσίγγια ή θα ξεμείνουμε;>> Στην εθνική κυκλοφορούν αρκετά αυτοκίνητα. Σε κάθε ένα που μας προσπερνάει ή το προσπερνάμε κοιτάμε μέσα. Είναι κυνηγός ή όχι; Τα αστεία συνεχίζονται και αναρωτιόμαστε τι γυρεύουν αυτοί οι λίγοι που δεν είναι κυνηγοί τέτοια ώρα στους δρόμους. Τελικά είμαστε πολλοί οι <<άρρωστοι>>. Υπερβολικά πολλοί και όμως κάποιοι θέλουν να μας εμφανίζουν τόσο λίγους. Άσε μην συγχυσθώ πρωί, πρωί και χαλάσω την διάθεσή μου. Φτάνουμε στα πρώτα διόδια. Μήπως έχουμε κάνει λάθος και είναι Δεκαπενταύγουστος; Εδώ να δεις την <<έξοδο των Αθηναίων>>. 'Αντε να το πεις σε μη κυνηγό και να σε πιστέψει. Ψάξιμο για τα ευρώ μέσα στο σκοτάδι. Εκεί να δεις γέλιο. Πιο μικρά δεν μπορούσαν να τα κάνουν, Τελικά βρέθηκαν. Περνάμε τα διόδια και σταματάμε λίγο πιο κάτω σ' ένα βενζινάδικο για ανεφοδιασμό του αυτοκινήτου και δικό μας. Βενζίνη γι' αυτό, νερό, τσιγάρα (για τους καπνίζοντες) και καφέδες για εμάς. Το τι γίνεται στο βενζινάδικο δεν περιγράφεται. «Τα οικονομικά οφέλη των επιχειρήσεων ως απόρροια της κυνηγετικής δραστηριότητας» όπως θα έλεγαν και οι οικονομολόγοι, είναι πολλά. Η ταμειακή μηχανή δεν σταματάει να δουλεύει. Και σχεδόν όλοι οι πελάτες είναι κυνηγοί. Μου φαίνεται ότι ο πρατηριούχος θα ζητήσει να εκδίδει και άδειες κυνηγίου από του χρόνου.

Συνέχεια στο ταξίδι, με όνειρα για μια καλή κυνηγετική ημέρα, αλλά και με συζήτηση επηρεασμένοι από τον αριθμό των συναδέλφων που είδαμε και για το τι προσφέρουν στην κοινωνία γενικότερα. Βλέπεις είναι η ώρα της φιλοσοφίας, ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα κοιμάται. Περίεργα όντα οι κυνηγοί.

Μετά από αρκετά χιλιόμετρα φτάνουμε στο χωριό. Στο καφενείο θα δούμε εάν θα έχουμε κόσμο σήμερα στα καρτέρια. 6:00 η ώρα και είναι γεμάτο, από ποιους άραγε; Μα από τα περίεργα όντα τους κυνηγούς. Αναρωτιέμαι όταν δεν είναι κυνηγετική περίοδος αν θα είναι καν ανοιχτό τέτοια ώρα.

Αποφασίζουμε, πως θα πρέπει να πάμε στον κυνηγότοπο για να «πιάσουμε» τα καρτέρια. Θα είναι πολλοί οι κυνηγοί σήμερα και πρέπει να προλάβουμε τα «καλά» καρτέρια. Βγαίνουμε από το χωριό και μπαίνουμε στον κυνηγότοπο. Δεν αργούμε να φτάσουμε στο μέρος που αποφασίσαμε να κυνηγήσουμε. Η μηχανή του αυτοκινήτου σβήνει και αρχίζει η ΑΛΛΗ ΖΩΗ. Η ζωή στην φύση. Οι μυρωδιές της γης σου διαπερνούν τα ρουθούνια και νιώθεις υπέροχα. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Εκπνέεις και έχουν φύγει τα τυχόν προβλήματα, οι σκοτούρες, χίλια δυο θέματα που μπορεί να σε αφορούν. Τώρα δεν έχουν θέση όλα αυτά εδώ. Εδώ, είσαι μόνο εσύ και η φύση.

Κλειδώνουμε το αυτοκίνητο και κανονίζουμε τα πόστα. Σε λίγο θα αρχίσει να ξημερώνει. Εύχεσαι να πάνε όλα καλά και τα αγαπημένα σου θηράματα (τσίχλες) να είναι εδώ. Ξαφνικά ακούς το κελάηδισμα της και νιώθεις σαν να ακούς άρια του Βέρντι. Μα είναι αυτή; Είναι αυτή που περιμένεις; Όχι, είναι αυτό το διαλομένο μηχάνημα. Πόσο άρρωστος ήταν αυτός που το ανακάλυψε. Πόσο άσχετος με το κυνήγι, την μαγεία που σου προσφέρει και την παλικαριά που το χαρακτηρίζει. Οργή και λύπη είναι τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Οργή γι' αυτόν τον τρόπο δολοφονίας και λύπη γι ' αυτόν τον άνθρωπο και για τον ξεπεσμό του. Άλλος ένας που δεν κατάλαβε ποτέ τι είναι κυνήγι και τι σημαίνει να είσαι κυνηγός. Πώς μπορούν να αλλάξουν τα συναισθήματά σου σε λίγα λεπτά και πόσο κακό μπορούν να κάνουν λίγοι ανεγκέφαλοι. Εύχεσαι να είναι και σήμερα εδώ τα παιδιά της θηροφυλακής. Αυτοί που εσύ έβαλες για να περιφρουρούν αυτό που αγαπάς, το ΚΥΝΗΓΙ. Κάποιος φωνάζει να κλείσουν το καταραμένο μηχάνημα. Ευτυχώς, τον άκουσε, το κλείνει και φεύγει. Τέλειωσε νωρίς το «κυνήγι» για τον δολοφόνο.

Αμέσως το ηθικό σου αναπτερώνεται νιώθεις και πάλι έτοιμος για μια υπέροχη μέρα. Μα να, κάποιος «συνάδελφος» που έρχεται και κάθεται 20 μέτρα μπροστά σου. ''Καλημέρα. Συγνώμη αλλά κάθομαι εδώ και ώρα σε αυτό το μέρος. Μήπως μπορείς να πας πιο δίπλα;'' Καμία απάντηση. Μήπως δεν σε άκουσε; Δεν νομίζω. Εδώ σε άκουσαν οι μισές τσίχλες που ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν την πρωινή τους διαδρομή. Τι να κάνεις επαναλαμβάνεις ακόμα μια φορά στον «συνάδελφο». Καμία απάντηση και πάλι. Οι άλλοι δύο από την παρέα του ζητούν να πάει λίγο πιο πέρα με ακόμα πιο ευγενικό τρόπο (υπάρχει. Τελικά πείθεται, πάνω που ετοιμαζόμουν να φύγω εγώ για να τον κάνω ίσως να αισθανθεί πόσο «μικρός» είναι. Πόσο με κάνει και ντρέπομαι για λογαριασμό του. Σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου και πάλι. Άραγε που πήγαν οι ηθικοί κανόνες του κυνηγιού. Τι να φταίει μάλλον γι' αυτήν την κατάντεια ορισμένων; Μήπως η ανύπαρκτη ενημέρωση και εκπαίδευση στον υποψήφιο για έκδοση άδειας θήρας; Λέω μήπως; Τις δυσάρεστες σκέψεις τις σταματάει μια βιαστική κελαΐδότσιχλα. Γρήγορη, μπηχτή τουφεκιά σπάει την σιγή του πρωινού. Την πήρα,. Ψυχολογικό ντοπάρισμα για την συνέχεια. Καλά θα πάει η ημέρα, λέω στους άλλους χαρούμενος. Σε λίγο αρχίζουν να ακούγονται και από δίπλα τουφεκιές. Οι τσίχλες πιστές στο δρομολόγιο τους είναι εδώ και σήμερα. Τα αυτιά σου προσπαθούν να ακούσουν εκείνο το μαγικό «τσικ» και τα μάτια σου να την δουν στον ουρανό. Αγαπημένο θήραμα και όχι τόσο εύκολο όσο αρκετοί νομίζουν. Φαντάζει τόσο μικρή αλλά είναι τόσο δυνατή και έξυπνη. Ειδικά εάν είναι κυνηγημένη πολύ με το που σηκώνεις το όπλο αμέσως την βλέπεις και στρίβει με γρήγορο ρυθμό.

Οι τσίχλες συνεχίζουν να περνάνε και όλα τα καρτέρια «δουλέυουν» καλά. Όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Ξάφνου ένα κοπαδάκι από γερακότσιχλες κάνει την εμφάνιση του. Προσεκτικές τουφεκιές και δύο τσαρτσάρες είναι στα χέρια μου. Μεγαλοπρεπείς τσίχλες. Κάθεσαι λίγο και τις χαζεύεις. Η σύγκριση με τις κοινές τσίχλες είναι αναπόφευκτη. Καλές όμως είναι όλες. Βλέπεις είναι το αγαπημένο μου θήραμα. Οι βολές συνεχίζονται με επιτυχία και αρκετές τσίχλες έρχονται στα χέρια της παρέας. Η ώρα περνάει. Οι τουφεκιές μειώνονται. Τα πουλιά έκατσαν. Άλλωστε δεν είναι και χαζές. Δεν πετάνε για οποιοδήποτε λόγο. Κατάλαβαν ότι κάτι τρέχει σήμερα.

Εδώ αρχίζει το κυνήγι που μου αρέσει περισσότερο. Το περπατητό κυνήγι τσίχλας. Γρήγορες και δύσκολες τουφεκιές, ψάξιμο σε βατιώνες και ρεματιές που θα ζήλευε και ένα καθαρόαιμο με άξιους προγόνους, απόρτ δεδομένο και έμφυτο που θα προκαλούσε ακόμα και το πιο εκπαιδευμένο σπάνιελ. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του κυνηγού στο περπατητό κυνήγι τσίχλας.

Η συνεργασία μεταξύ του πατέρα μου και εμένα άψογη. Ο ένας στέλνει τα πουλιά ακριβώς εκεί που θέλει άλλος με περίσσεια τέχνη. Βλέπεις υπήρξε δάσκαλος στον τρόπο αλλά και στην ηθική του κυνηγιού. Αυτός είναι ο αληθινός κυνηγός για εμένα. Αυτός που θα χρησιμοποιήσει πρωταρχικά, στο έπακρο όλες τις δυνατότητες και τα προσόντα που του χάρισε η φύση ώστε να αποκτήσει το θήραμα.
 
Η μέρα τελειώνει για το κυνήγι. Μας περιμένουν και στο σπίτι. Επιστροφή της παρέας στο αυτοκίνητο και ετοιμασία για τον γυρισμό. Η κουβέντα θα αρχίσει και θα τελειώσει, όταν αποχαιρετιστούμε πια, με θέμα τι άλλο από το σημερινό κυνήγι. Τις τουφεκιές που κάναμε, την περιγραφή της στιγμής που μας πετάχτηκε η τσίχλα, πώς σκοπεύσαμε, πώς την βρήκαμε μέσα στα βάτα που έπεσε. Συζήτηση που μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα, που μας κάνει να φέρνουμε στο μυαλό μας κυνηγετικές σκηνές και ατελείωτες ώρες κυνηγιού. Η συζήτηση διακόπτεται από ένα αυτοκίνητο που μας πλησιάζει. Είναι τα παιδιά της θηροφυλακής που μας καλημερίζουν και μας ζητάνε ευγενικά τις άδειες μας. Κοιτάζω μέσα στο αυτοκίνητο και βλέπω καταραμένα μηχανήματα (ηλεκτρονικούς κράχτες) κατασχεμένα. ''Μπράβο ρε παιδιά. Μπράβο από όλους τους κυνηγούς. Βάλτε και εσείς ένα χέρι να σταματήσει αυτό το κακό''. Έπρεπε εμείς οι ίδιοι να προστατευτούμε από τους λίγους ασυνείδητους και βλέπεις ότι τελικά τα καταφέρνουμε. Μπράβο. Χαιρετάμε τα παιδιά και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ξεκινάμε για την επιστροφή ακμαιότατοι και χαρούμενοι για την μέρα που ζήσαμε. Για κάποιον που δεν έχει την «αρρώστια» θα ήταν αδιανόητο να ξυπνήσει 4.30 η ώρα, να διανύσει οδικός τουλάχιστον 250 χιλιόμετρα, να περπατήσει ώρες σε χωράφια, βουνά και ρεματιές και να στέκεται ακόμα στα πόδια του. Είδες όμως τι κάνει η «αρρώστια»; Περίεργα όντα αυτοί οι κυνηγοί.

Με την κουβέντα δεν πήραμε χαμπάρι πότε φτάσαμε πίσω στην πόλη ξανά. Αποχαιρετισμός, μοιρασιά των θηραμάτων, υπολογισμός εξόδων για βενζίνη, ευχές για άλλη μια τέτοια ημέρα και την επόμενη φορά και δρόμο για το σπίτι.

Εδώ είμαστε, έφτασα. Ξεφόρτωμα του αυτοκινήτου. Όπλα, τσάντες, άρβυλα στα χέρια και ανέβασμα τις σκάλες του σπιτιού. Σαν να με κούρασαν αυτά τα σκαλοπάτια. Περίεργο. Δεν με κούρασαν τόσο χιλιόμετρα αλλά αυτές οι σκάλες. Άνοιγμα της πόρτας. Το καλωσόρισμα από την σύζυγο με ένα φιλί (μην σας κάνει εντύπωση μόλις 3 χρόνια παντρεμένοι). Καμάρι ο κουβαλητής του σπιτιού για το φρέσκο και χωρίς διοξίνες και τα λοιπά, κρέας και βουρ για το μπάνιο. Το ζεστό νερό είναι σαν να σε αγκαλιάζει ο Ορφέας σιγά σιγά. Μα πως κουράστηκα και νύσταξα έτσι ξαφνικά; Με το όπλο στα χέρια στο χωράφι δεν με έπαιρνε ο ύπνος το πρωί. Περίεργο ενώ τώρα..

Η φωνή της συζύγου, μου ανακοινώνει πως πρέπει να πάμε στο supermarket για ψώνια το οποίο είναι 500 μέτρα μακριά. Μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Και όμως ανέβηκα και κατέβηκα ρεματιές και πλαγιές και δεν αισθάνθηκα τίποτα, αυτά τα 500 μέτρα όμως έστω και με το αυτοκίνητο, μου φαίνονται Γολγοθάς.

''Δεν μπορούμε να πάμε άλλη μέρα;'', η ερώτηση «παγίδα» από μέρους μου. ''Κώστα...'' η απάντηση. Τα είπε όλα μου φαίνεται. Δεν γλυτώνω. ''Και το βράδυ μας έχει καλέσει η θεία για φαγητό'' συμπληρώνει. Αυτό με τελείωσε. Τι να πω τώρα; Αφού ότι και να πω θα έχω άδικο. ''Ναι αλλά να μην αργήσουμε γιατί το πρωί θα σηκωθώ για το γραφείο'' λέω εγώ διπλωματικά. ''Σήμερα σηκώθηκες όμως 4.30 η ώρα και πέταγες από την χαρά σου'' απαντάει. Άντε να απαντήσεις τώρα.

Τελικά τι σου είναι αυτή η «αρρώστια». Άλλες αρρώστιες σε ρίχνουν στο κρεβάτι και σε ταλαιπωρούν, αλλά αυτή σε κάνει και πετάς. Ανεβαίνεις βουνά χωρίς να κουράζεσαι, ξυπνάς χαράματα και δεν νυστάζεις. Τελικά εύχομαι να μην βρεθεί ποτέ γιατρειά γι' αυτή την «αρρώστια». Ας μείνω «άρρωστος» για πάντα.
 
Eπιστροφή απο πολύ δυνατό απογευματινό τσίχλας .
Βαρυχειμωνιά και η κυρά να θέλει κιηματογράφο.
Θέρμανση ,αναπαυτικές καρέκλες βελούδινες και πώς ανοίγει το μάτι .
Ξυπνώ σε κάποια φάση και όπου γυρίσω το βλέμμα όλοι να κλαίνε .
Είναι αυτή η στιγμιαία απώλεια αίσθησης χώρου -χρόνου ': ''Tί έγινε και κλαίτε ;'' Eρωτώ την κυρία .
Παρά την κλωτσιά που πήρα για απάντηση συνέχισα τον ύπνο του δικαίου ....
 
Ένα κυνήγι πριν από πολλά χρόνια. Ένα κυνήγι που με έκανε να αγαπήσω αυτό το κυνήγι.

Κυνήγι πέρδικας
Το παλικαρίσιο κυνήγι της πέρδικας πάντα με γοήτευε και πάντα ήθελα να ζήσω τις στιγμές του κυνηγιού της. Αφορμή στάθηκε η γνωριμία μου με τον Νίκο. Πολύ καλός κυνηγός και πάνω απ' όλα πολύ καλός άνθρωπος. Η πρόσκληση του να κυνηγήσουμε μαζί ήταν κάτι που με ευχαρίστησε πολύ. Ήξερα ότι γνωρίζει πολλά για το κυνήγι της πέρδικας, ότι έχει άριστα περδικόσκυλα και έτσι θα περνάγαμε ωραία.
Το πρωινό ξύπνημα βέβαια ήταν πολύ εύκολο, μιας και η προσδοκία της κυνηγετικής ημέρας με όποιο αποτέλεσμα και εάν είχε αυτή, με έκανε να μην μπορώ καν να κοιμηθώ.
Το ξημέρωμα στο νησί είναι πολύ όμορφο με την ευωδιά της φύσης τριγύρω σου και μια ηρεμία η οποία σε ξεκουράζει και σε ηρεμεί.
Συνάντηση στο σπίτι του Νίκου για τον πρωινό καφέ και συζήτηση για τα σχέδια της μέρας. ''Θα έχουμε πολύ περπάτημα σήμερα'' μου λέει. ''Τίποτα δεν νομίζω ότι μπορεί να με πτοήσει από το σκαρφαλώσω στα βουνά σήμερα'' του λέω και τα πειράγματα συνεχίζονται. Έφτασε όμως η ώρα να φύγουμε . Φορτώνουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε προς τα κλουβιά των σκύλων για να πάρουμε μαζί μας δύο από τα σκυλιά που έχει. ''Ο αρσενικός αυτός είναι πολύ καλός αλλά είναι κουρασμένος από τις τελευταίες εξορμήσεις και έτσι λέω να τον αφήσω για σήμερα να ξεκουραστεί'' μου λέει. Έτσι επιλέγει δύο θηλυκά πολύ καλά περδικόσκυλα και αυτά. Έλα όμως που λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο αρσενικός μόλις βλέπει ότι δεν τον παίρνουμε μαζί αρχίζει τα κλάματα και τις φωνές. Μπαίνει ο Νίκος στο κλουβί του να τον χαϊδέψει λίγο να τον ηρεμήσει και εκείνος βρίσκει την ευκαιρία να ξεφύγει και να πάει να μπει κατευθείαν μέσα στο αυτοκίνητο. Τότε καταλαβαίνω το πάθος του συγκεκριμένου σκύλου για το κυνήγι. Έτσι λοιπόν τον παίρνουμε μαζί παρέα με ένα από τα θηλυκά που είχε διαλέξει στην αρχή. Αρχίζουμε να περνάμε διάφορα μέρη για να καταλήξουμε στην τοποθεσία που θα κυνηγούσαμε. Λίγο πριν φτάσουμε, στην μέση του δρόμου βλέπουμε έναν λαγό να κάθεται και να κοιτάει προς τα φώτα του αυτοκινήτου. Ο Νίκος κόβει ταχύτητα και σβήνει τα φώτα ώστε να μπορέσει να φύγει από την μέση. Ήξερα από την αρχή ότι κάτι τέτοιο θα έκανε μιας και όπως είπα και στην αρχή πρόκειται για έναν καλό Κυνηγό. Σχολιάζουμε το γεγονός πως κάποιοι δυστυχώς θα είχαν κάνει άλλες σκέψεις στο μυαλό τους και δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως μπορεί να το κάνει ένας αληθινός κυνηγός αυτό. Το κυνήγι είναι μια παλικαρίσια ασχολία και δεν χωρά κανείς με διαφορετική νοοτροπία στην μεγάλη οικογένεια των κυνηγών.
Φτάσαμε στο σημείο που θα αρχίσουμε το κυνήγι μας. Ακόμα δεν έχει φέξει καλά και έτσι απολαμβάνουμε το τοπίο τριγύρω με τα χρώματα που έχει ο ουρανός την ώρα εκείνη που πλησιάζει η αυγή. Ξαφνικά ένας ήχος μας κάνει να στρέψουμε το κεφάλι μας ψηλότερα προς το βουνό. Είναι εκείνες που άρχισαν το τραγούδι τους πρωί πρωί. Ίσως μας άκουσαν και δίνουν το σήμα και στις υπόλοιπες. Τα σκυλιά τις άκουσαν και δείχνουν ανυπόμονα προκειμένου να τις ανακαλύψουν. Όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσουμε. Βγάζουμε τα σκυλιά έξω και με ένα νεύμα του κυναγωγού τους ξεκινάει η αναρρίχηση. Ναι η αναρρίχηση, καλά διαβάζετε. Όταν ξημέρωσε και είδα καλά το μέρος βρέθηκα να κοιτάζω ένα μεγάλο βουνό με γκρέμνα τριγύρω. Παρόλα αυτά ήμουν αποφασισμένος να ανέβω. Ήξερα πως είναι κάπου εκεί και αυτό μου έδινε δύναμη. Η αναρρίχηση δύσκολη αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είχα και την καλύτερη φυσική κατάσταση από τους τόσους μήνες απραξίας. Σε μερικά σημεία ο Νίκος παίρνει αγκαλιά τα σκυλιά ένα ένα, για να περάσουμε από κάποια δύσκολα σημεία. Η προσοχή όλη στραμμένη στα βήματα μας γιατί δεν είναι να παίζει κανείς με αυτά τα βουνά. Ξαφνικά τον ακούω και τον βλέπω να μου δείχνει ψηλά προς την κορυφή έναν βράχο. Τα έμπειρα μάτια του ανακάλυψαν τον κότσο να κάθεται σε έναν βράχο και να περιεργάζεται αυτά τα περίεργα πλάσματα που θέλουν να τις πλησιάσουν. Μετά από λίγο εξαφανίζεται με γρήγορα βήματα πίσω από τον βράχο. Εμείς ολοένα και επιταχύνουμε ώστε να τις προλάβουμε πριν ποδαρώσουν για τα καλά. Τελικά βρισκόμαστε στην κορυφή και από εκεί αρχίζουμε να περπατάμε σε σχετικά επίπεδο μέρος σαν σε οροπέδιο. Τα σκυλιά δείχνουν ολοένα και πιο ανήσυχα και μαντεύω πως πρέπει να έχουν πάρει την μυρωδιά από τις πέρδικες. Η απογοήτευση εμφανίζεται στις σκέψεις μου όταν βλέπουμε το κοπάδι να βουτάει στον γκρεμό σε μια απόσταση πολύ μακρινή για τα όπλα μας. Καθόμαστε και τις χαζεύουμε καθώς πετούν προς τα κάτω. Τις βλέπουμε στο απέναντι βουνό ανάμεσα από την βλάστηση και τις πέτρες να περπατάνε γρήγορα προς τα ψηλά. Δεν ξέρω αλλά εκείνη την στιγμή κατάλαβα την δυσκολία και την πονηριά της πέρδικας. Ένα πουλί που σε κάνει να αναμετριέσαι με τον εαυτό σου κόντρα στα δύσκολα βουνά της πατρίδας μας. Κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα χαμηλά κοντά στον δρόμο βλέπουμε ένα ηλικιωμένο κυνηγό με το λαγόσκυλο του να ψάχνει κοντά στο σημείο που συναντήσαμε το πρωί τον λαγό. Αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να κυνηγιέται αυτό το θήραμα σκέφτομαι. Όπως του αρμόζει. Πόσο κακό θα έκανε κάποιος σε αυτόν τον άνθρωπο που παρά το προχωρημένο της ηλικίας του το πάθος τον οδηγεί να πάρει τα βουνά και να αισθανθεί τις χαρές που προσφέρει το κυνήγι. Μακάρι να τον βρεις παππού. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί το αξίζεις, σκέφτομαι.
Γυρίζουμε και συνεχίζουμε στο ίδιο ύψος την αναζήτηση κάποιου άλλου κοπαδιού. Τα σκυλιά ψάχνουν καλά δείχνοντας πως ξέρουν το κυνήγι της πέρδικας. Ο Νίκος δεν επεμβαίνει σχεδόν καθόλου. Άλλωστε ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και αρκεί κάπου κάπου ένα νεύμα του κυναγωγού τους για να αλλάξουν τόπο έρευνας. Τα πόιντερ ανεβαίνουν και κατεβαίνουν πλαγιές πηδώντας τις κλασσικές μάντρες που χωρίζουν τα χωράφια με εμάς ξοπίσω τους. Δεν τα πειράζει που πηδούν μέσα σε κοφτερά αγκάθια ούτε και τα απότομα και κοφτερά βράχια. Βλέπετε όταν σε οδηγεί το πάθος όλα τα υπόλοιπα έπονται.
Η ώρα αρχίζει και περνάει και παρόλο που δεν έχουμε καμία συνάντηση με κανένα πουλί ακόμα τα σκυλιά ψάχνουν καλά. Ο ήλιος αρχίζει να ανεβαίνει και η ζέστη να παίρνει την θέση της πρωινής δροσιάς. Ένα μικρό διάλειμμα μας χρειάζεται για λίγη ξεκούραση δυο λόγια και λίγο νερό για εμάς και τα σκυλιά. Ατενίζουμε λίγο από εκεί ψηλά το πέλαγος. Όλα είναι μαγευτικά. Εικόνες που αποτυπώνεις στο μυαλό σου για να τις φέρεις πάλι πίσω όταν τις αποζητάς. Τελικά η Ελλάδα είναι όμορφη αρκεί όλοι μας να την φροντίσουμε. Τέτοιες στιγμές σε κάνουν να νιώθεις άσχημα που είσαι αναγκασμένος να ζεις σε τσιμεντένιες μεγαλουπόλεις.
Οι σκέψεις τελειώνουν βλέποντας τα σκυλιά να φέρονται λες και σου λένε τι έγινε και σταματήσαμε. Ξανά λοιπόν πορεία με στόχο την ανεύρεση αυτού του δύσκολου θηράματος. Η κούραση έχει αρχίσει και με καταβάλλει αλλά η προσμονή μιας συνάντησης μαζί της με κάνει και την ξεχνώ. Ο Νίκος συνηθισμένος από αυτές τις αναβάσεις και πορείες συνεχίζει ακάθεκτος λες και ξεκίνησε μόλις τώρα. Το ίδιο και τα σκυλιά τα οποία έχουν κάνει τα διπλάσια χιλιόμετρα από εμάς. Ο αρσενικός σκύλος οδηγεί την ομάδα και σκέφτομαι για την κούραση που έλεγε ο Νίκος. Δηλαδή εάν δεν ήταν κουρασμένος πως θα πήγαινε; Οι πλαγιές, τα γρέμνα και οι μάντρες διαδέχονται το ένα το άλλο και η ζέστη πια έχει γίνει κουραστική. Τα σκυλιά πάλι αρχίζουν και δείχνουν ανήσυχα έχουν πάρει πάλι την μυρωδιά της πέρδικας και όλα μας δείχνουν πως πρέπει να είναι κοντά σε κάτι βράχια. Δυστυχώς όταν φτάνουμε κοντά βλέπουμε τα σκυλιά να ξεκαθαρίζουν το τοπίο αλλάζοντας πορεία. Δεν αργούμε να δούμε κάποια φτερά από τα όμορφα αυτά πουλιά και καταλαβαίνουμε ότι εδώ κάποιοι άλλοι συνάδελφοι έχουν σηκώσει κάποιο κοπάδι και έχουν πάρει κάποιο πουλί. Λίγο παρά πέρα τους συναντά με τους άλλους κυνηγούς που είχαν περάσει πριν λίγο από αυτό το σημείο και πιάνουμε την κουβέντα μαζί τους. "Δύσκολα μέρη" μας λένε και πολύ πονηρά πουλιά. "Ποδαρώνουν συνέχεια και τρελαίνουν τα σκυλιά μας".
 
Η ώρα έχει περάσει και ήδη είναι μεσημέρι. Ο καυτός ήλιος γίνεται ολοένα και πιο ανυπόφορος σε συνάρτηση με την κούραση η οποία είναι τώρα αισθητή. Μια συκιά βρίσκεται μπροστά μας και δεν χάνουμε την ευκαιρία να κόψουμε δυο σύκα να φάμε κάτι που μας φαίνεται ως μάνα εξ ουρανού την ώρα αυτή. Όντως, τόσο απλά πράγματα όπως το να τρως δυο σύκα με φόντο το απέραντο γαλάζιο, φαντάζουν μαγευτικά τούτες τις στιγμές. Έτσι και αλλιώς ο κυνηγός είναι άνθρωπος της φύσης και χαίρεται κάθε στιγμή μικρή ή μεγάλη που ζει σ' αυτήν.

Είναι καιρός να αρχίσουμε να γυρίζουμε. Η κούραση με έχει νικήσει. Κράμπες και στα δυο πόδια είναι κάτι που με καθυστερεί να προχωρήσω με γοργό ρυθμό αλλά και έτσι θα πρέπει να περπατήσω. Τα σκυλιά έχουν ανοιχτεί αρκετά και ξαφνικά βλέπουμε τον αρσενικό από μακριά να κοντοστέκεται λίγο να ανεβάζει το κεφάλι του στον ουρανό σαν κάτι να τον έχει μεθύσει. Δεν αργούμε να καταλάβουμε ότι έχει πάρει για μια ακόμα φορά την μυρωδιά από τα πουλιά. Κινείται λίγο προς τα εμπρός και μένει σε μια φέρμα γεμάτη ένταση μένοντας να κοιτάζει προς τα αριστερά του και λίγο πάνω. Εκείνη ακριβώς την στιγμή οι κράμπες που με βασάνιζαν πάνε στην άκρη. Ξεχνιούνται τελείως και τίποτα δεν θα με εμπόδιζε από το να βρεθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ κοντά στα σκυλιά. Ο Νίκος πηγαίνει να πάρει θέση και αυτός και μετά από λίγο μένουμε να κοιτάζουμε μια τους σκύλους οι οποίοι είναι γεμάτοι ένταση ακίνητοι και μια μπροστά προσπαθώντας να διακρίνουμε κάποιο πουλί. Τα δευτερόλεπτα αυτά φαίνονται αιώνας. Η αγωνία στο κατακόρυφο και ξαφνικά ένας θόρυβος που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο και πρόκειται ποτέ να τον ξεχάσει κανείς, ταράζει την ησυχία της στιγμής. Είναι εκείνες που κάνουν την προσπάθειά τους. Σηκώνονται όλο δύναμη σκορπώντας μια πανδαισία χρωμάτων και ήχων. Αυτόματα το όπλο ανεβαίνει και ήδη το πρώτο πουλί πέφτει και γυρίζω στο δεύτερο και ενώ είμαι έτοιμος να πατήσω την σκανδάλη ακούω έναν πυροβολισμό και το βλέπω να πέφτει. Σημαδεύαμε το ίδιο πουλί με τον Νίκο σκέφτομαι και απότομα γυρνώ σε ένα άλλο το οποίο είναι σε απόσταση καλή για να το πάρω. Μετά από λίγο και αυτό πέφτει. Τα σκυλιά τρέχουν να απορτάρουν αυτά τα υπέροχα πουλιά. Γυρίζουν και μας φέρνουν τα πουλιά. Τα παίρνω στα χέρια μου και τότε καταλαβαίνω την αξία αυτού του θηράματος και πόσο πρέπει να το προσέξουμε για να συνεχίσει να υπάρχει για πάντα. Σύνολο 4 πέρδικες μεγάλες σε μέγεθος. Όπως βλέπει ο Νίκος μου λέει πως είναι παλιά πουλιά μεγάλα. Στο κοπάδι που σηκώθηκε υπολογίσαμε γύρω στα 12 πουλιά. Η κούραση έχει εξαφανιστεί και ένα μεγάλο χαμόγελο έχει πάρει την θέση της.
Να είμαστε καλά να ανεβαίνουμε σ' αυτά τα βουνά και να τις συναντάμε, είναι η ευχή που κάνω. Αλλά και εάν τα χρόνια περάσουν και τα πόδια μας δεν μας κρατάνε πια, παρόλο που το πάθος και η θέληση να ανεβούμε στα βουνά θα είναι το ίδιο δυνατά όπως τώρα, θα μας αρκεί να τις ακούμε έστω ,να λένε το τραγούδι τους από κορφή σε κορφή.
 
Λοιπόν.....

Θα πω μια κυνηγετική ιστορία με διαφορετικό σκοπό απ το να πω απλώς μια ιστορία.
Αυτό θα φανεί στο τέλος.

Θυμάμαι σε μια έναρξη κυνηγίου περδικας να έχουμε πάει εγώ και αλλά δύο άτομα στο βουνό(1800μ)Από το προηγούμενο απόγευμα.
Δηλαδή Παρασκευή απόγευμα ώστε να είμαστε εκεί Σάββατο πρωί για κυνήγι.
Και να μείνουμε πάνω στο βουνό Και για την Κυριακή.
Αφού λοιπόν ξημέρωσε τη μέρα ο θεος ξεκινήσαμε.
Σχετικα γρήγορα έπιασα το οριο.
Οι άλλοι δεν τα είχαν πάει τόσο καλά.
Και αφού είχαμε απομακρυνθει και για να μην πω στους αλλούς ότι έπιασα το όριο και γυρίζω πίσω γιατι
Αν το έκανα αυτό θα με έβριζαν ακόμη συνέχισα.
Έτσι λοιπόν συνέχισα γιατί ντράπηκα και
εκανα 7 πουλιά μέχρι το μεσημέρι που γυρίσαμε.
Σύνολο με τα δικά τους δεν ήταν 12 οπότε τυπικά ήμασταν εντός ορίων.

Τι θέλω τώρα να πω......Για τους λόγους που προανέφερα δεν σεβάστηκα το γράμμα του νόμου και χτύπησα 7 πουλιά.
Όμως δεν έδειξα ασέβεια στο νόημα του νόμου.
Γι αυτό και δεν κυνηγησα το απόγευμα της ίδιας μέρας αλλά ούτε και την επόμενη μέρα της Κυριακής.
Με τη δικαιολογία στους άλλους ότι κουράστηκα και δεν είχα την αντοχή.
Έτσι όταν πήγαν αυτοί αλλά δύο κυνηγια(το απόγευμα τις ίδιας μέρας και την επαυριο)Εγώ έκατσα στο μιτατο και έκανα τον ψόφιο.

Και ενώ τυπικά μπορούσα να βγω έστω για άλλο ένα πουλί να τα κάνω 8 δεν το έκανα.
Διότι και υπέρευχαριστημενος ήμουν και δεν ήθελα να μπω στον πειρασμό να ξεπεράσω το όριο του διημέρου.
Μπορούσα κι άλλες Δηλαδή γιατί συνολικά σαν παρέα δεν ήμασταν στα όρια 2ημερου κυνηγίου.

Τι θέλω να πω με αυτό.....Ότι δεν είναι τόσο το γράμμα του νόμου όσο το να κατανοησουμε το νόημα του νόμου.
Ειδικά στην πέρδικα και στο λαγό πρέπει να δείχνουμε σεβασμό.
 
Τα γονίδια

Ακούω στις ειδήσεις ότι οι επιστήμονες μπόρεσαν να αναλύσουν τα γονίδια στον άνθρωπο. Πού φτάσαμε; Τι ανακαλύπτεις με τα χρόνια.

Παιδί ακόμα θυμάμαι, πως μου άρεσε πολύ και δεν έβλεπα την στιγμή να με πάρει ο πατέρας μου μαζί του για κυνήγι. Δεν με ένοιαζε ότι θα χάσω τον ύπνο μου, ούτε και τα χιλιόμετρα πορείας που θα έκανα στα βουνά. Αρκεί μονάχα να ήμουν εκεί δίπλα του στο κυνήγι. Δεν ξέρω γιατί με μάγευε το γεγονός αυτό αλλά μάλλον τελικά απ' ότι έχω καταλάβει οφείλεται στα γονίδια. Ναι, αυτά τα αναθεματισμένα μας κάνουν να χάνουμε τον ύπνο μας, να χύνουμε ποσότητες από ιδρώτα, αλλά εμείς να ευχαριστιόμαστε σαν να αποκτήσαμε το μεγαλύτερο δώρο που υπάρχει.

Θυμάμαι παλιά σ' ένα κυνήγι στην Μεσσηνία (τόπο καταγωγής του πατέρα μου) μαζί με τους θείους μου πως όταν σταμάτησαν να ξεκουραστούν λίγο από το περπατητό κυνήγι, εγώ συνέχισα να προχωρώ μην θέλοντας να σταματήσω ούτε λεπτό. Ξάφνου σ' ένα χωράφι λίγο πιο μακριά είδα πολλά μαύρα πουλιά να πετούν από πάνω του. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και μην γνωρίζοντας ακόμα τα θηράματα γύρισα και τους είπα ότι πιο κάτω σ' ένα χωράφι είχαν μαζευτεί πολλά μαύρα πουλιά. Εκείνοι μεταξύ σοβαρού και αστείου με ρώταγαν πως ήταν τα πουλιά αυτά. "Μαύρα" , έλεγα εγώ ε κάπως λαμπερή μύτη. "Λαμπερή μύτη"; Με ρώτησαν. "Ναι" είπα εγώ ''σαν κίτρινο".

Αμέσως θυμάμαι με πήραν στα σοβαρά και έκαναν σχέδια πως να με πλησιάσουν στο μέρος αυτό. Τώρα ύστερα από τόσα χρόνια καταλαβαίνω ότι σε εκείνο το μέρος είχαν στήσει πανηγύρι τα κοτσύφια. Τόσα κοτσύφια μαζεμένα δεν έχω ξαναδεί. Βλέπεις οι καλλιέργειες ήταν άλλες εκείνη την εποχή, όχι όπως σήμερα που καλλιεργούμε μπετόν. Στο μυαλό μου ακόμα φέρνω την πρώτη φορά που μου έδωσε το όπλο να το κρατήσω εγώ στο κυνήγι (μέχρι τότε πήγαινα μαζί χωρίς να έχω ρίξει με το όπλο του, απλά για να είμαι μαζί στο κυνήγι). Ήταν σε μια πλαγιά στην Μάνδρα Αττικής. Εκείνος πήγε πιο πέρα και άφησε λίγο απόσταση από εμένα περπατώντας παράλληλα σαν να μου έλεγε ότι εσύ κυνηγάς τώρα. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Φόβος μην τυχόν και συναντήσουμε κανέναν δασικό, (δεν είχαν περάσει τα χρόνια για να βγάλω άδεια) αλλά και χαρά που πλέον έκανα τα πρώτα μου βήματα ως <<κανονικός>> κυνηγός. Εκεί που περπάταγα λοιπόν, ξάφνου ακούω μπροστά μου έναν θόρυβο. Τέτοιον θόρυβο δεν τον είχα ξανακούσει, αλλά και εκείνη την στιγμή μου φάνηκε τόσο δυνατός ώστε κόπηκαν τα πόδια μου από τον φόβο. Όταν μπόρεσα να συνέλθω έβλεπα έναν υπέροχο λάγαρο να ξεμακραίνει με κόλπα ανάμεσα στα πουρνάρια. Σήκωσα ενστικτωδώς το όπλο και έριξα δύο φορές. Χώμα σηκώθηκε, αλλά ο λαγός έφευγε με χαρά φαντάζομαι επειδή έτυχε να συναντηθεί με εμένα και όχι με κανέναν άλλο. Καλύτερα να με σκότωνες εκείνη την στιγμή. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ήμουν ένα ράκος. Δεν μίλαγα για μια εβδομάδα και που κέφι για ύπνο με τον λαγό να έχει στοιχειώσει τα όνειρα μου κάθε βράδυ κλείνοντας μου το μάτι. Και όμως μετά απ' αυτό όχι μόνο δεν τα παράτησα (γονίδια βλέπεις) αλά πείσμωσα όταν μεγαλώσω να γίνω καλός κυνηγός. Όχι μόνο από την άποψη της κάρπωσης (όπως λέμε σήμερα) αλλά και από άποψης συμπεριφοράς ενός κυνηγού. Ρουφούσα κυριολεκτικά κάθε γραμμή από τα κυνηγετικά έντυπα θέλοντας να τα έχω όλα στο μυαλό μου. Σκοπευτικές τεχνικές, ηθικοί κανόνες κ.α. Και να πάλι σε κυνήγι τσίχλας και εγώ μαζί με τους μεγάλους να περπατώ μαζί τους χαρούμενος για το κάθε λεπτό της κυνηγετικής μέρας. Ξανά διάλειμμα για ξεκούραση και αυτή την φορά ζήτησα εγώ το όπλο από τον πατέρα μου για να πάω λίγο πιο πέρα από αυτούς να κάτσω μήπως περάσει καμιά τσίχλα όσο αυτοί θα ξεκουραζόντουσαν. Μετά τις αρκετές οδηγίες του (κουραστικές για μένα τότε, αλλά <<βίβλος>> πραγματική για τον ασφαλή χειρισμό του όπλου σήμερα) πήρα το όπλο και άρχισα να περπατώ για να πάω λίγο πιο πέρα. Και εκεί που περπατώ πάλι ένας θόρυβος, αυτή την φορά πιο γλυκός αλλά πάλι ξαφνικός για μένα και ένα πουλί απογειώνεται μέσα από τα χόρτα. Το όπλο αυτόματα ανέβηκε και σε λίγο βλέπω το πουλί να πέφτει. Πηγαίνω το παίρνω και γυρίζω με ύφος δέκα καρδινάλιων πίσω. "Κοιτάξτε λέω". Και όλοι κοιτάνε ξαφνιασμένοι. Ένα ορτύκι που έμεινε πίσω από τα άλλα βρίσκεται στα χέρια μου. Η χαρά σε όλο της το μεγαλείο ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. Είμαι πλέον σίγουρος ότι όταν μεγαλώσω δεν θα ήθελα να χάσω τίποτα από την παράδοση που λέγεται κυνήγι. Θα γινόμουν και εγώ όπως ο πατέρας μου και ο παππούς μου και τόσοι άλλοι. Και μάλιστα θα ήθελα να κάνω και τον γιο μου κυνηγό, προκειμένου και αυτός να ζήσει αυτές τις στιγμές.

- Κώστα γιατί δεν λες τίποτα; Τι σκέφτεσαι; Άκουσα την γυναίκα μου να λέει
- Πόσες μέρες έμειναν μέχρι την έναρξη του κυνηγίου; είπα
- Αμάν πια πάλι το κυνήγι σκέφτεσαι; Αυτό είναι τρέλα.
- Όχι τρέλα, είπα
- Απλά τα γονίδια...
 
Να γράψω και εγώ μια ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια έτσι όπως έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Δεν είμαι καλός στην έκθεση αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω τα συναισθήματα μου με τον καλύτερο τρόπο.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σύρο. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και έλειπε μήνες και μερικές φορές πάνω από χρόνο αλλά σχεδόν πάντα προσπαθούσε να ξεμπαρκάρει Αύγουστο ώστε μαζί με εμάς να απολαμβάνει και το κυνήγι τρυγονιών που τόσο αγαπάει. Οι καλές ημέρες στην Σύρα για τρυγόνια ήταν πάντα 1-15 Σεπτέμβρη. Θυμάμαι οι παλιοί έλεγαν ότι του Σταυρού ήταν η τελευταία τζορνάδα και 15/09 πηγαίναμε για πέρδικες συνήθως. Τον Αύγουστο πηγαίναμε στο βουνό αν και ξέραμε ότι δεν θα πιάναμε τίποτα μόνο για την σκυλίτσα μας αλλά και γιατί αν δεν πηγαίναμε θα έκλαιγα όλο το βράδυ. .sarcastic.
Στη Σύρο το κυνήγι γίνεται σε συγκεκριμένα καρτέρια και όχι δεκα μετρα δεξιά ή αριστερά. Πολλά ήταν χτιστά με πέτρα σε απίθανα σημεία. Λόγω πολλών κυνηγών στο νησί πηγαίναμε από πολύ νωρίς για να πιάσουμε καρτέρι. Συνήθως 3.30 με 4 το αργότερο ήμασταν στο καρτέρι. Όταν ήμασταν πολύ μικροί μας έπαιρνε αγκαλιά ο πατέρας μου και μας μάθαινε τους αστερισμούς. Πρέπει να ήμασταν οι μόνο μαθητές δημοτικού που ξέραμε την ζώνη του Ωρίων, την μικρή και μεγάλη άρκτο και ότι ο Σείριος είναι το πιο λαμπρό αστέρι στον ουρανό και όχι ο φούρνος στην Ερμούπολη όπως ήξεραν όλοι οι άλλοι!
Αύγουστο λοιπόν πηγαίναμε στα καλά μέρη στην Παρακοπή και την Ντελαγκράτσια εκεί που γίνοταν "πόλεμος" τις καλές ημέρες. Όταν έμπαινε ο Σεπτέμβρης ανηφορίζαμε για τα βουνά του Μέγα Γυαλού συνήθως. Μεγάλα και ασφαλή μέρη με μεγαλύτερο υψόμετρο όπου τα πουλιά πήγαιναν μετά τις πρώτες ντουφεκιές. Μια από τις καλές ημέρες θυμάμαι αφού μαζευτήκαμε όλοι στο μέρος που φτάνουν τα αυτοκίνητα, μπαίνω μπροστάρης για να φτάσουμε στα καρτέρια μετά από 30 λεπτά περπατήματος στο φως του φεγγαριού.
Δεν κάναμε πολλά μέτρα και πετάχτηκε το πρώτο τρυγόνι. Οι παλμοί 250 και όλη η φάλαγγα αλτ μέχρι να ξεκινήσω πάλι να περπατάω. Λίγα μέτρα πιο κει πάλι το ίδιο. Αυτό ήταν, όλοι καταλάβαμε ότι η ημέρα θα ήταν η λεγόμενη τζορνάδα. Ανεβάζω ταχύτητα για να μη μας πιάσει κανείς άλλος το καρτέρι και φτάνω σε ένα ντουβάρι. Πετάω τον φακό εκεί που θα έβαζα το χέρι μου και να σου το φίδι. "Μπαμπά φίδι" με προσπερνάει ο άρχοντας ανεβαίνει στο ντουβάρι (βάζοντας το χέρι του δίπλα από το φίδι :eek:) και αφού του υπέδειξα που είναι το έλιωσε με την μπότα του. "Πάμε να πιάσουμε τα καρτέρια γιε μου τώρα, μπράβο". Σε όλη την διαδρομή σηκώναμε πουλιά ακόμα και κοπάδια.
Η ώρα έχει πάει 6:10 και αφού έχουμε στήσει όλα τα φυσίγγια συζητάμε τι θα ρίξουμε πρώτα και πως θα κινηθούμε στη μέρα, λες και έχει σημασία! 6:20 και ενώ είναι ακόμα αρκετά σκοτεινά πέφτει η πρώτη ντουφεκιά στην Παρακοπή (μικρό νησί ήμαστε, ακούγονται οι ντουφεκιές σε χιλιομετρικές αποστάσεις). Μετά η δευτέρη και τρίτη και πριν το καταλάβουμε ο παπάς είπε το Χριστός ανέστη. Μόνο καπνό που δεν βλέπαμε δηλαδή. Μετά από λίγη ώρα αρχίζουν να μπαίνουν κάποια πουλιά και σε εμάς. Να ακούς από τα άλλα καρτέρια "πάνω σου" ή "αβού" και να παθαίνεις ταυτόχρονα καρδιακό και νευροκαβαλήκεμα για να δεις από πού θα σου έρθει το άτιμο.
Όσο περνάει η μέρα τα πουλιά αρχίζουν να κοπαδιάζουν αλλά και να ψηλώνουν. Ακόμα δυσκολότερο να καταβάλλεις κάποιο και οι οριακές ντουφεκιές σε συνδυασμό με την υγρασία του γραίγου σε κάνουν να θες να βάλεις τα κλάμματα.
Η ώρα έχει περάσει αρκετά και πλέον κάνουμε κυρίως οφθαλμόλουτρο. Κάποια κοπάδια ήταν εντυπωσιακά άνω των 100 κομματιών. Ξαφνικά θυμόμαστε ότι πρέπει να πιούμε νερό και να φάμε κάτι. Τόσο τρέξιμο ρίξαμε να μαζέψουμε τα χτυπημένα πουλιά άλλωστε και πρέπει να φτάσω πρώτος αλλιώς θα το πιάσει ο αδερφός μου και "θα χάσω". Τρόπαιο δεν πήρα ποτέ βέβαια αλλά αυτή είναι άλλη κουβέντα. o_O
Σιγά σιγά μαζεύουμε τα πράγματα και πάμε στο καρτέρι του θείου μου για να αρχίσουμε να συζητάμε τις εμπειρίες της ημέρας.
Αύριο λέμε πάλι και ποιος περιμένει να έρθει εκείνη η ώρα;;;

Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο χαρούμενο έκανα τον πατέρα μου μόνο που ανέβαινα στο βουνό μαζί του. Τώρα που έγινα και εγώ πατέρας ονειρεύομαι την ημέρα που θα μου πει ο γιος μου ότι θέλει να έρθει μαζί μου για κυνήγι!

Να είστε όλοι καλά και να έχετε ασφαλή κυνήγια με σεβασμό στο θήραμα και τον συνάνθρωπο. :)
 
Last edited:
Να γράψω και εγώ μια ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια έτσι όπως έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Δεν είμαι καλός στην έκθεση αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω να συναισθήματα μου με τον καλύτερο τρόπο.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σύρο. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και έλειπε μήνες και μερικές φορές πάνω από χρόνο αλλά σχεδόν πάντα προσπαθούσε να ξεμπαρκάρει Αύγουστο ώστε μαζί με εμάς να απολαμβάνει και το κυνήγι τρυγονιών που τόσο αγαπάει. Οι καλές ημέρες στην Σύρα για τρυγόνια ήταν πάντα 1-15 Σεπτέμβρη. Θυμάμαι οι παλιοί έλεγαν ότι του Σταυρού ήταν η τελευταία τζορνάδα και 15/09 πηγαίναμε για πέρδικες συνήθως. Τον Αύγουστο πηγαίναμε στο βουνό αν και ξέραμε ότι δεν θα πιάναμε τίποτα μόνο για την σκυλίτσα μας αλλά και γιατί αν δεν πηγαίναμε θα έκλαιγα όλο το βράδυ. .sarcastic.
Στη Σύρο το κυνήγι γίνεται σε συγκεκριμένα καρτέρια και όχι δεκα μετρα δεξιά ή αριστερά. Πολλά ήταν χτιστά με πέτρα σε απίθανα σημεία. Λόγω πολλών κυνηγών στο νησί πηγαίναμε από πολύ νωρίς για να πιάσουμε καρτέρι. Συνήθως 3.30 με 4 το αργότερο ήμασταν στο καρτέρι. Όταν ήμασταν πολύ μικροί μας έπαιρνε αγκαλιά ο πατέρας μου και μας μάθαινε τους αστερισμούς. Πρέπει να ήμασταν οι μόνο μαθητές δημοτικού που ξέραμε την ζώνη του Ωρίων, την μικρή και μεγάλη άρκτο και ότι ο Σείριος είναι το πιο λαμπρό αστέρι στον ουρανό και όχι ο φούρνος στην Ερμούπολη όπως ήξεραν όλοι οι άλλοι!
Αύγουστο λοιπόν πηγαίναμε στα καλά μέρη στην Παρακοπή και την Ντελαγκράτσια εκεί που γίνοταν "πόλεμος" τις καλές ημέρες. Όταν έμπαινε ο Σεπτέμβρης ανηφορίζαμε για τα βουνά του Μέγα Γυαλού συνήθως. Μεγάλα και ασφαλή μέρη με μεγαλύτερο υψόμετρο όπου τα πουλιά πήγαιναν μετά τις πρώτες ντουφεκιές. Μια από τις καλές ημέρες θυμάμαι αφού μαζευτήκαμε όλοι στο μέρος που φτάνουν τα αυτοκίνητα, μπαίνω μπροστάρης για να φτάσουμε στα καρτέρια μετά από 30 λεπτά περπατήματος στο φως του φεγγαριού.
Δεν κάναμε πολλά μέτρα και πετάχτηκε το πρώτο τρυγόνι. Οι παλμοί 250 και όλη η φάλαγγα αλτ μέχρι να ξεκινήσω πάλι να περπατάω. Λίγα μέτρα πιο κει πάλι το ίδιο. Αυτό ήταν, όλοι καταλάβαμε ότι η ημέρα θα ήταν η λεγόμενη τζορνάδα. Ανεβάζω ταχύτητα για να μη μας πιάσει κανείς άλλος το καρτέρι και φτάνω σε ένα ντουβάρι. Πετάω τον φακό εκεί που θα έβαζα το χέρι μου και να σου το φίδι. "Μπαμπά φίδι" με προσπερνάει ο άρχοντας ανεβαίνει στο ντουβάρι (βάζοντας το χέρι του δίπλα από το φίδι :eek:) και αφού του υπέδειξα που είναι το έλιωσε με την μπότα του. "Πάμε να πιάσουμε τα καρτέρια γιε μου τώρα, μπράβο". Σε όλη την διαδρομή σηκώναμε πουλιά ακόμα και κοπάδια.
Η ώρα έχει πάει 6:10 και αφού έχουμε στήσει όλα τα φυσίγγια συζητάμε τι θα ρίξουμε πρώτα και πως θα κινηθούμε στη μέρα, λες και έχει σημασία! 6:20 και ενώ είναι ακόμα αρκετά σκοτεινά πέφτει η πρώτη ντουφεκιά στην Παρακοπή (μικρό νησί ήμαστε, ακούγονται οι ντουφεκιές σε χιλιομετρικές αποστάσεις). Μετά η δευτέρη και τρίτη και πριν το καταλάβουμε ο παπάς είπε το Χριστός ανέστη. Μόνο καπνό που δεν βλέπαμε δηλαδή. Μετά από λίγη ώρα αρχίζουν να μπαίνουν κάποια πουλιά και σε εμάς. Να ακούς από τα άλλα καρτέρια "πάνω σου" ή "αβού" και να παθαίνεις ταυτόχρονα καρδιακό και νευροκαβαλήκεμα για να δεις από πού θα σου έρθει το άτιμο.
Όσο περνάει η μέρα τα πουλιά αρχίζουν να κοπαδιάζουν αλλά και να ψηλώνουν. Ακόμα δυσκολότερο να καταβάλλεις κάποιο και οι οριακές ντουφεκιές σε συνδυασμό με την υγρασία του γραίγου σε κάνουν να θες να βάλεις τα κλάμματα.
Η ώρα έχει περάσει αρκετά και πλέον κάνουμε κυρίως οφθαλμόλουτρο. Κάποια κοπάδια ήταν εντυπωσιακά άνω των 100 κομματιών. Ξαφνικά θυμόμαστε ότι πρέπει να πιούμε νερό και να φάμε κάτι. Τόσο τρέξιμο ρίξαμε να μαζέψουμε τα χτυπημένα πουλιά άλλωστε και πρέπει να φτάσω πρώτος αλλιώς θα το πιάσει ο αδερφός μου και "θα χάσω". Τρόπαιο δεν πήρα ποτέ βέβαια αλλά αυτή είναι άλλη κουβέντα. o_O
Σιγά σιγά μαζεύουμε τα πράγματα και πάμε στο καρτέρι του θείου μου για να αρχίσουμε να συζητάμε τις εμπειρίες της ημέρας.
Αύριο λέμε πάλι και ποιος περιμένει να έρθει εκείνη η ώρα;;;

Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο χαρούμενο έκανα τον πατέρα μου μόνο που ανέβαινα στο βουνό μαζί του. Τώρα που έγινα και εγώ πατέρας ονειρεύομαι την ημέρα που θα μου πει ο γιος μου ότι θέλει να έρθει μαζί μου για κυνήγι!

Να είστε όλοι καλά και να έχετε ασφαλή κυνήγια με σεβασμό στο θήραμα και τον συνάνθρωπο. :)
Πολλα μπράβο Βασιλη!!!
Μας θυμισες τα παιδικα μας χρονια στην Σαντορίνη, μνημες που θα μας συντροφεύουν για παντα ...
 
Λόγω των ημερών σας βάζω μια ωραία ιστορία που έχει να μας διδάξει πολλα..όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε παλαιοτερα σε κυνηγετικό περιοδικο κ που μου φέρνει ανατριχίλα κ συγκίνηση κάθε φορά που την διαβάζω....
.....Πιστευω να νιώστε το ίδιο κ εσείς.....



Χριστουγεννα 1955 "το ονειρο"...


Νυχτα, δυο μερες πριν τα Χριστούγεννα σε ένα χωριό κάπου στην Μακεδονία, το σωτήριο έτος 1955.
Έξω από το φτωχικο σπίτι στην άκρη του χωριου, το χιόνι που εδώ κ δυο μερες έπεφτε είχε ντυσει την γη στα λευκά, σαν συμβολισμό της αγνότητας του Χριστου μας,
που θα ερχόταν σε λίγες ώρες στον κόσμο.
Θα έπρεπε αυτές οι στιγμές να μην έχαναν το χρώμα τους από του πανδαματορα χρόνου το χάδι.. μέσα στο φτωχικο σπίτι άκουγες την σιγανή φωνή της Μαρίας συζύγου του Νίκου του Καραβαγγέλη.
Αχ αυτός ο Νίκος στα 38 του χρόνια πια, ανίκανος να εργαστεί από ένα χρονιο νόσημα, που η κακία η ώρα τον βρήκε στα 32 του, με σκυμμένο το κεφάλι άκουγε την συζυγό του, ενώ τα δυο του παιδιά ο Αλκιβιάδης κ η Ζωή καθισμενα δίπλα στο τζάκι(ξυλα υπήρχαν πολλα), προσπαθουσαν να χαρουν την θαλπωρή της ζωοδοτρας φωτιάς.
Ηταν μεγάλος κυνηγός ο Νίκος πριν τον χτυπήσει η ασθένεια, αλλά δυστυχώς εδώ κ 5-6 χρονιο, το κοκορατο βελγικό δικαννο του, ήταν κρεμασμένο πανω απο το τζάκι για να του θυμιζει τα όμορφα κυνηγια που έκανε όταν ήταν υγιής.
Όσο ο Νίκος ήταν καλα δεν υπήρχε κανένα προβλημα.
Εργαζόταν σε μια κρατική εταιρεία ξυλείας το μεροκάματο ήταν σχετικά καλό κ ετσι ζουσαν.
το προβλημα άρχισε όταν αρρώστησε στα 32 του. Τότε τον απέλυσαν από την δουλειά με μια μικρή αποζημίωση χωρίς καμία μέριμνα για τον ίδιο αλλά κ την οικογένεια του.
Πολλές φορές δεν υπήρχε ουτε ψωμί στο σπίτι και τα παιδιά του, Αχ αυτά τα παιδια του, που τόσο αγαπουσε κοιμόντουσαν νηστικά. Ο παπας του χωριού βοηθούσε όσο κ οπότε μπορουσε αλλά ποιον να πρωτοβοηθησει κ αυτός ο χριστιανός τα δυσκολα αυτά χρόνια.
Η φωνή της συζύγου του της Μαρίας τον έφερε πισω στην πρσγματικοτητα από τις θυμησες του.
Ερχόντουσαν Χριστουγεννα κ στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα, ουτε λάδι, ουτε ζάχαρη, ουτε αλευρι! Και τα παιδια?
Για αυτά τα έρμα νοιαζοταν κ αυτή. Ο Νίκος κουνησε με λυπη το κεφάλι του σαν να συμφωνουσε με αυτά που έλεγε η γυναίκα του αλλά τι μπορούσε να κάνει χρήματα δεν υπήρχαν? Κ ο μπακάλης του χωριου σταμάτησε να τους δίνει βερεσέ.. Σηκώθηκε πηγε στο κρεβάτι του όπου ήδη τα παιδια του κοιμόντουσαν.
Τα κοίταξε για λίγο κ σκουπισε τα δάκρυα που κυλούσαν σπο τα μάτια του.
Έσβησε την λάμπα κ ξαπλωσε όπως ήταν με τα ρουχα δίπλα στην γυναίκα του.
Δεν ήταν βεβαιος αλλά σαν να την κατάλαβε ότι εκλαιγε.Ενα κλάμα σιγανό σχεδόν διακριτικό..
Οι φλόγες απο τα ξυλα που έκαιγαν στο τζάκι τρεμοπαιζαν μέσα στο φτωχικό του Καραβαγγέλη ενώ το χιόνι έξω συνέχισε να πεφτει.
Η ώρα είχε περασει κ ο Νίκος αισθάνθηκε την επίσκεψη του Μορφέα. Τον πηρε ο υπνος ενώ μέσα του παρακαλουσε τον Χριστό να βοηθήσει! Ξυπνησε απότομα κ κοίταξε το παλιο ρολοι. 5 τα ξημερωματα. Οι φλόγες απο το τζάκι εξακολουθουν να φωτιζουν χορευοντας παντα τον τρελό χώρο τους κ τότε ανατριχιαζοντας ο Νίκος θυμήθηκε το όνειρο!
Έκανε τον σταυρό του κ πηγε στο εικονοστάσι να φιλησει την εικονα εκείνου που τον επισκέφτηκε στο όνειρο του.
Η μήπως δεν ήταν ονειρο?
Τον είδε καθαρά μέσα σε ένα αποστραπτον γλυκο φως που τέτοιο άλλη φορά δεν είδε στην ζωή του.
Τον πλησιασε κ ακουμπησε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του. Αισθάνθηκε αμέσως μια απέραντη γαλήνη στην ταραγμένη του απο την φτώχεια κ τα βασανα ψυχή κ ξαφνικά βρήκε την δυναμη, το θάρρος κ την θέληση να παλεψει για αυτόν κ για την λατρευτη του οικογένεια.
Πηγε να κάνει ένα καφέ αλλά θυμήθηκε πως ουτε καφές ουτε ζάχαρη υπήρχαν!
Κοίταξε τα παιδια του κ την γυναίκα του που κοιμόντουσαν κ τότε σαν κάποιος να τον παροτρυνε μέσα του, πηρε την απόφαση. Θα πηγαινε κυνήγι μετά από τόσο καιρό κ ας ήταν αυτό επικίνδυνο για την υγεία του όπως του είχαν πει οι γιατροί.
Όλο κ κάτι θα χτυπούσε κ ετσι θα έφερνε λίγο κρέας στο σπίτι χρονιάρες μέρες.
Άνοιξε ένα παλιομπαουλο κ πηρε μέσα από ένα κουτί λίγα φυσίγγια που τα είχε φυλαγμένο για χρόνια.
Τα έβαλε στην τσέπη του κ αφου φόρεσε την ταλαιπωρημένη από τα χρόνια αλλά ζέστη ακόμα καπα του ξεκρεμάσε το βελγικό κοκορατο δίκαννο πανω απο το τζάκι.
Το αίμα με κόπο ζεσταινε το κορμί του ενω η ανάσα του σχημάτιζε ένα συννεφο ομίχλης μπροστά από το στόμα του.είχε πια ξημερώσει κ τα παντα ήταν λευκά από το χιονι που επι δυο μερες έπεφτε μετατρέποντας την φυση σε μια πανεμορφη νυφουλα.Αλλα απο σημερα παραμονη Χριστουγέννων σαν απο θαυμα είχε σταματησει, ίσως για να μπορέσει να κυνηγησει ο Νίκος.
Το κρυο ήταν ανυπόφορο! Ο Καραβαγγέλης εδώ κ λίγη ώρα ακολουθουσε τα ίχνη ενός λαγου στο χιόνι με την ελπίδα να βρει το γατάκι του όταν ξαφνικα το αίμα του παγωσε όχι απο το κρυο αλλα απο αυτο που είδε πανω στο χιόνι! Πατηματα απο αγριογουρουνο!
Το κατάλαβε αμέσως, έσκυψε κ τα κοίταξε απο κοντα, ήταν ένας μεγάλος μονιας!
Αμέσως άνοιξε το δίκαννο ξεχνώντας τον λαγό κ άλλαξε τα φυσίγγια που είχε μέσα με δυο μονοβολα. Τα μοναδικά που είχε. Έχει γουστο σκέφτηκε.
Με μεγάλη προσοχη κ με το όπλο έτοιμο άρχισε να ακολουθεί τα ίχνη του μεγάλου κάπου, τα οποία τον οδηγούσαν σε ένα πυκνο αλλά όχι πολυ βαθυ ρέμα.
Σταμάτησε κ εξέτασε τον όχι δυνατό αέρα. Τον είχε προσωπο, καλο αυτό σκέφτηκε.
Ευτυχώς το καπρι δεν θα τον επερνε μυρωδιά απο μακριά. Σε λίγη ώρα έφτασε στο ρέμα ακολουθώντας παντα με προσοχη τα ίχνη του μεγάλου ζώου κ σαν έμπειρος κατάλαβε αμέσως που γιατακιαζε.
Όλες οι αισθήσεις του τώρα ήταν σε επιφυλακή καθώς παιζοταν οι τελευταία πραξη. Κοίταξε γυρω του το χιονισμένο τοπίο κ αποφάσισε για το που θα "στηθεί", έτσι ώστε να μπορεί να πυροβολησει με σιγουριά όταν θα βγει ο καιρός, γιατί ήταν σίγουρο πως το αγριογουρουνο τον είχε αντιληφθεί κ το ξεπεταγμα του ήταν θέμα χρόνου.
Πραγματι, δεν είχε καλά καλά πιασει την θέση του όταν ένας τρομακτικός θόρυβος απο κλαδιά που σπάζουν τον έκανε να καταλάβει ότι το " Θηρίο" ενοχλημενο απο την ανθρώπινη παρουσία έφευγε γρήγορα απο το γιατακι του. Έβλεπε τα χιονισμένα πυκνά να κουνιουνται κ το χιόνι να πεφτει απο πανω τους. Στην άκρη του ρέματος το "κακο" σταμάτησε για λιγο, όταν ξαφνικά ο Νίκος βλέπει πλεον τον καπρο,να πεταγετε έξω απο το πυκνο κ να φευγει τρέχοντας, όσο το χιόνι του το επέτρεπε, μπροστά του στα 25 με 30 μέτρα απο δεξιά προς αριστερά, προςτο δάσος.
Το πρωτο μονοβολο βρίσκει τον καπρο σε όχι καίριο σημείο του σώματός του. Πεφτει αλλά σχεδόν αμέσως σηκώνεται κ συνεχίζει την πορεία του, αλλά τώρα πιο αργά κ αφήνοντας πισω του αίμα κοκκινιζοντας το χιόνι. Το δευτερο μονοβολο ο Νίκος του το έστειλε, συστημένο, λίγο πιο πισω κ πανω απο το μπροστινό ποδι στα πλευρα.
Το αγρίμι έπεσε αυτή την φορά για να μην ξανασηκωθεί. Με μεγάλη προσοχή κ απο το πισω μέρος του καπρου το πλησίασε ο Νίκος κ όταν βεβαιωθηκε ότι ήταν νεκρό έκανε τον σταυρό του κ ευχαρίστησε τον Χριστό που σε λίγες ώρες θα ερχόταν στον κόσμο.
Ο Νίκος ήταν σίγουρος ότι ο,τι έγινε, έγινε για το θέλημα του!
Το θέλημα εκείνου που τον είχε επισκεφτεί στο φτωχικό του σπίτι τα ξημερώματα της παραμονης της γεννήσεως του!
Ηταν πραγματι ένα τεράστιο αρσενικό αγριογουρουνο ένας μονιας με μεγάλους χαυλιόδοντες. Τον υπολόγισε γυρω στις 100 οκαδες!! Με μεγάλο κόπο κ χιλιες δυσκολίες κατάφερε να συνειδητοποιήσουμε τον καπρο με ενα γερό σχοινί που είχε μαζί του αφου του περασε την θηλιά πισω απο τα κάτω μεγάλα του δόντια μέχρι το σπίτι του.
Εφτασε κατάκοπος κ καταϊδρωμένος έτοιμος να πεσει κατω απο την κουραση.
Η γυναίκα του κ τα παιδια του έτρεξαν όλο χαρά να τον βοηθήσουν στα τελευταία μέτρα.
Είχαν καταλάβει ότι πηγε κυνήγι γιατί όταν ξυπνησαν είδαν πως το δίκαννο έλειπε απο το τζάκι, αλλά δεν φανταζόταν τι θήραμα θα έφερνε, Αντε έκανα λαγό..ο θεος όμως τους λυπήθηκε. Αμέσως η Μαρία έκανε αυτό που της είπε ο άντρας της να κάνει. Έτρεξε κ ειδοποίησε τον κρεοπωλη του χωριου.
Ο καπρος ζυγιζε καθαρός γυρω στις 75 οκάδες κ ο χασάπης τον αγορασε γεμάτος χαρά, γιατί ήξερε πως θα τον μοσχοπουλησει στον κρεατεμπορο της πολης, στον οποίο είχε ήδη τηλεφωνήσει απο το μοναδικό καφενείο του χωριου.
Η τσέπη του Καραβαγγέλη γέμισε λεφτά χρόνια είχε να δει τόσα χρήματα κ τα χειλια του-και της Μαριας-γελασαν. Επιτέλους αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα περνουσαν γεμάτα στερήσεις!
Έφυγε ο Νίκος απο τον κρεοπωλη κ κατευθείαν πηγε στην εκκλησία του χωριου του κ εκει γεμάτος ευγνωμοσύνη γονάτισε εμπρός στην εικόνα του Χριστού κ κλαίγοντας τον ευχαρίστησε μέσα απο τα βάθη της καρδιάς του.
Γνώριζε ο Καραβαγγέλης σαν έμπειρος κυνηγός που ήταν ότι τέτοια πράγματα στο κυνήγι είναι περιπου αδυνατον να συμβουν.
Ένα μεγάλο μπουκάλι λάδι κ ενα μεγαλο κερί που άναψε στο όνομα του, ήταν το υλικό ευχαριστώ του Νίκου σε εκείνον που τον επισκέφτηκε την παραμονή των Χριστουγέννων στο φτωχικό του σπίτι.
Το είχε καταλάβει κ πιστεψει πια ο Καραβαγγέλης! Έχοντας μαζί του τον Χριστό δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ο Χριστός θα τον βοηθούσε, όπως κ πρσγματι τον βοήθησε.
ουτε ο Νίκος ο Καραβαγγέλης ουτε η συζυγος του η καλή Μαρία ζουν σήμερα.
Ζουν όμως τα παιδια τους,κ τα δυο λαμπροι επιστήμονες, τίμιοι κ καλοί άνθρωποι κ που των οποίων τα παιδια ονομάζονται Νίκος και Μαρία.
 
Last edited:
Back
Top