Χτες το απόγευμα πήγα στο μέρος του πατέρα μου, φτάνω δεν ήξερα που να κάτσω, τηλ. αμέσως, μου λέει θα κάτσεις στο τάδε σημείο και θα κοιτάς εκεί και κει. Κομπλέ λέω. Το μέρος έχει αγκαθάκι γύρω γύρω, πίσω δεξιά μου νεράκι και είναι γεμάτο ελιές μεγάλες και κάποια λίγα καλοκλαδεμένα πουρνάρια. Λίγο μετά την κλήση περνάει από πίσω μου και μετά αριστερά μου σε μακρινή απόσταση ένα τρυγόνι, μεγάλο με γρήγορο πέταγμα ανάμεσα στις ελιές. Α καλά θα πάμε λέω. Μάταια όμως περίμενα, μου πέρασε άλλο ένα κατά τις 8 παρά και αυτό από πίσω μου και αριστερά, έκανε να στρίψει προς τα εμένα, όμως ξαφνικά έστριψε ξανά απότομα προς την αντίθετη πορεία και το άκουσα που βούτηξε σε μια ελιά πιο πίσω. Δεν το κούνησα από το μέρος μου όμως μήπως περάσει κανένα άλλο αργοπορημένο. Τίποτα τελικά μέχρι τις 8.15, με έπιασε βράδυ μέχρι να γυρίσω σπίτι. Κάτι λίγα κοτσυφάκια έπαιξαν (ένας μου κάθισε και ακριβώς από πίσω μου) αλλά δεν ασχολήθηκα μαζί τους, ούτε με τις πάμπολλες καρακάξες, πλην μιας νωρίς πηγαίνοντας με τα πόδια που της έριξα στα καθιστά μακριά. Άλλες τέσσερις μέρες μου μένουν στο χωριό...