Καλησπέρα ακούστε τί επαθα...
Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έκλεισαν βαριά τα βλέφαρά μου.
Μισή ώρα αργότερα, μπορεί και μια, βρέθηκα λέει στην Μύκονο σε μια ξαπλώστρα ντάλα καλοκαίρι και δίπλα μου η Ματίνα Παγώνη με μπικίνι.
Στην αρχή έβγαλα ένα ουρλιαχτό...
Μετά κατάλαβα ο,τι ήταν όνειρο κι ηρέμησα για να το απολαύσω.
Η Ματίνα δίπλα μου με κοίταζε με ‘κείνα τα μαύρα, γεμάτα υποσχέσεις και γαλάζιες σκιές μέχρι το σαγόνι μάτια της, που το τσίνορο από την μάσκαρα έφτανε μέχρι τον αφαλό, δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στον ήλιο που μας καμάρωνε από ψηλά, να ζωγραφίζει όλο το ουράνιο τόξο και καμία τριανταριά χρωματικές παραλλαγές του στα επιμελώς σοβατισμένα με μεϊκ απ μάγουλα της, που τύφλα να'χει το μωσαϊκό του σαλονιού της γιαγιάς μου.
Μαγεύτηκα... ζαλίστηκα... ήπια τρεις απανωτές pina colada κι άπλωσα το χέρι μου να χαϊδέψω κάτι που κρεμόταν σε μια σχισμή της ξαπλώστρας, που έμοιαζε με περίσσευμα οπισθίων.
Η Ματίνα αναστέναξε...
Και γω αναστέναξα αλλά για άλλο λόγο...
Μετά η Ματίνα σηκώθηκε να πάει να βουτήξει κοιτώντας με, προτείνοντας το θελκτικό στήθος της που κρυβόταν μέσα σε δυο τσαντίλες σαν αποβουτυρωμένο τυρί Αργολίδας.
Πετάω τη μάσκα, (γιατί ξέχασα να σας πω ο,τι σε όλο το όνειρο φορούσα μάσκα…) και τρέχω να την αγκαλιάσω με τον φαλλό μου να έχει φτάσει στο σβέρκο... τόσο πολύ με φτιάχνει αυτή η γυναίκα…
Και κει, πάνω στη κ@ύλα ατέλειωτη ευχαρίστηση, χτυπάει το τηλέφωνο!...
Δηλαδή… γαμώ την καταδίκη μου…. εγώ πότε θα πηδήξω;;;….