Υποκλίνονταν στο πέρασμά της οι Βενετσιάνοι. Κι όταν εκείνη προσπερνούσε, την έδειχναν με θαυμασμό και ψιθύριζαν: «Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα».
Μετουσιώνοντας τον θρύλο σε σκηνική δράση, στη (βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη) όπερά του, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1961), ο Μανόλης Καλομοίρης θέλει τον αυτοκράτορα και την Άννα να συναντιόνται στις επάλξεις της Πόλης, τις κρίσιμες στιγμές λίγο πριν από την άλωση:
«Από παιδούλα μ’ έμαθαν να σ’ αγαπάω και να προσμένω πως θα ταίριαζα μαζί σου τη ζωή μου», του λέει κι εκείνος της απαντά: «Ω κόρη εσύ πανέμορφη που κάποτε ζούσα με την ελπίδα ταίρι μου πιστό ’κει στο Μιστρά μαζί σου τη ζωή μου να τελειώσω. Άλλα μας έταξε η μοίρα».
Βασισμένη σε ισχυρές πηγές, η διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, Χρύσα Μαλτέζου, τοποθετεί τη γέννηση της Άννας στην εποχή λίγο πριν από τον θάνατο του μεγάλου δάσκαλου της διασποράς, Μανουήλ Χρυσολωρά (πέθανε τον Απρίλιο του 1415). [Κι αυτό σημαίνει ότι, τη χρονιά της άλωσης, η Άννα ήταν περίπου σαράντα ετών (γύρω στα δέκα χρόνια μικρότερη από τον αυτοκράτορα, που γεννήθηκε το 1404). Εικοσάχρονη την υπολογίζει να ήταν την ίδια χρονιά, ο συγγραφέας και ερευνητής Γιώργος Χατζηδάκης, έχοντας υπόψη του άλλες, επίσης ισχυρές, πηγές.]
Ο θάνατος του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄Παλαιολόγου και η στέψη τού αδελφού του Κωνσταντίνου ΙΑ’ (ή ΙΒ’) Παλαιολόγου, έγινε αρχές Ιανουαρίου του 1449, και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως νέος αυτοκράτορας.
Όπως ήδη αναφέραμε, το (1441), οι Παλαιολόγοι είχαν χωριστεί σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης και ο σύμμαχος (και διάδοχός) του, Κωνσταντίνος, παρέμεναν άτεκνοι. Ήταν απαραίτητο να αποκτήσουν απογόνους, αν ήθελαν να μην περάσει ο θρόνος σε κάποιο από τα μισητά αδέλφια. Ο κλήρος έπεσε στον Κωνσταντίνο, δώδεκα χρόνια νεότερο του πενηντάρη την εποχή εκείνη αυτοκράτορα. Αν το ειδύλλιο με την Άννα υπήρχε από τότε, θα μπορούσε να την παντρευτεί. Παντρεύτηκε όμως την Αικατερίνη, κόρη του Γενοβέζου ηγεμόνα της Μυτιλήνης, Ντορίνο Γατελούζου. Το μυστήριο τελέστηκε στο νησί και σύντομα η Αικατερίνη έμεινε έγκυος. Ούτε αυτός ο γάμος ευτύχησε.
Η συμμαχία του αδελφού του, Δημήτριου, με τους Οθωμανούς με σκοπό την ανατροπή του αυτοκράτορα Ιωάννη υποχρέωσε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει με την γυναίκα του προς την Κωνσταντινούπολη. Εγκλωβίστηκαν στη Λήμνο. Από το σοκ, η Αικατερίνη απέβαλε και πέθανε (1442). Την έθαψαν στο νησί. Ο Κωνσταντίνος έφτασε στη βασιλεύουσα χήρος για δεύτερη φορά. Τον επόμενο χρόνο, έφυγε στον Μιστρά, όπου ανέλαβε δεσπότης. Μόνος.
Αφοσιώθηκε στην οργάνωση του Δεσποτάτου και την ενίσχυση της άμυνάς του κι άφησε προσωρινά κατά μέρος την προσωπική του ζωή. Όμως, η ήττα τού 1446 στο Εξαμίλι είχε συνέπεια να μετατραπεί το δεσποτάτο σε φόρου υποτελές του σουλτάνου Μουράτ Β’, με αποτέλεσμα την αναγκαστική ησυχία στην περιοχή. Από το 1448, ξανάρχισε η αναζήτηση νέας συντρόφου.
Άνθρωποί του όργωσαν την Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο, αναζητώντας νύφη για τον δεσπότη σε Πορτογαλία, Αραγονία, Νάπολη, Τάραντα. Ο Βενετσιάνος ευπατρίδης Αλοΐσιος Διέδο ήταν έμπιστος φίλος του κι αργότερα έμελλε μαζί με τους ναύτες του να βοηθήσει ενεργά στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, όταν τη βασιλεύουσα πολιορκούσε ο Μωάμεθ Β’. Του πρότεινε να μεσολαβήσει ως προξενητής για μια από τις Καμίλα, Μαρία, Παυλίνα και Μπιάνκα, όμορφες κόρες και οι τέσσερις του τότε δόγη της Βενετίας, Φραντσέσκο Φόσκαρι. Και ο δόγης δε θα είχε αντίρρηση για έναν τέτοιο γάμο και οι κόρες του τον καλόβλεπαν για γαμπρό. Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις. Μεσολάβησε όμως ο θάνατος του αυτοκράτορα Ιωάννη και η στέψη του Κωνσταντίνου που, αρχές Ιανουαρίου του 1449, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, νέος αυτοκράτορας.
Ήταν 49 χρόνων ακριβώς. Κι αν η Άννα Νοταρά όντως είχε γεννηθεί λίγο πριν από το 1415, ήταν γύρω στα 35 της. Οι ηλικίες τους ταίριαζαν για να αναπτυχθεί ανάμεσά τους παράφορο το ειδύλλιο. (Αλλά και τα είκοσι να πλησίαζε η Άννα, δεν θα ήταν παράξενο να αγαπηθούν.) Μια από τις πρώτες ενέργειες του αυτοκράτορα ήταν να διακόψει το συνοικέσιο με κάποια από τις Βενετσιάνες πριγκίπισσες. «Επειδή ήταν καθολικές και στην Κωνσταντινούπολη φυσούσε ανθενωτικός άνεμος», υποθέτουν κάποιες πηγές. Όμως, και η πρώτη του γυναίκα, η Μαγδαληνή Τόκο, ήταν Καθολική αλλά βαπτίστηκε Ορθόδοξη, πήρε το όνομα Θεοδώρα και έτσι παντρεύτηκαν.(Ο αυτοκράτορας ήταν δυο φορές χήρος και άτεκνος).
Ο θρύλος βεβαιώνει ότι ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και την Άννα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, αναπτύχθηκε παράφορος έρωτας. Ανεκπλήρωτος κατά τον Ιταλό χρονικογράφο Marino Sanudo, που ήθελε την Άννα να πεθαίνει (το 1507) «υπεραιωνόβια και παρθένα».
O Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώθηκε πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης. Εκείνη επέζησε και βρέθηκε στην Ιταλία. Όμως, τα επίσημα έγγραφα τηρούν σιγή για το ειδύλλιο. Η Οθωμανική απειλή εξανάγκαζε τους διπλωμάτες της αυτοκρατορίας ν’ αναζητούν σ’ Ανατολή και Δύση νύφη για τον αυτοκράτορα, προκειμένου η Κωνσταντινούπολη ν’ αποκτήσει υπολογίσιμους συμμάχους. Δημοσιοποίηση της ερωτικής σχέσης του Κωνσταντίνου, εκτός τού ότι θα ήταν ανάρμοστη, ίσως να αποδεικνυόταν και επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η ζωή της Άννας καλύπτεται από πυκνό μυστήριο ως και αμέσως μετά την πτώση της Βασιλεύουσας.
Μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη αναφέρει ότι, στην προσπάθειά της να φτάσει στην Ιταλία, η Άννα Νοταρά αιχμαλωτίστηκε και πληρώθηκαν λύτρα για την απελευθέρωσή της. Αν στ’ αλήθεια συνέβη κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η οικογένειά της ήταν ακόμα σε θέση να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει πριν από την άλωση, όταν ακόμα ο Λουκάς Νοταράς ήταν ο πανίσχυρος Μεγάλος Δούκας και πρωθυπουργός. Το γεγονός έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι η «αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα» εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη έγκαιρα, παίρνοντας μαζί της ό,τι θεωρούσε πολύτιμο και ήταν δυνατό να μεταφερθεί.
Από αρκετό καιρό πριν από την άλωση, ο Λουκάς Νοταράς είχε φροντίσει να μεταφέρει μεγάλο μέρος της περιουσία του σε πιστωτικά ιδρύματα της Ιταλίας. Η Άννα την βρήκε να την περιμένει. Και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, την πήρε κάτω από την προστασία του. Έχοντας μείνει η μοναδική, που επιζούσε από την οικογένειά της, ήταν η τελευταία Μεγάλη Δούκισσα της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. «Αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα», για τους πολλούς. Για άλλους, «χήρα του αυτοκράτορα». «Ρωμαία και χριστιανή», όπως αναφέρει η ίδια στη διαθήκη της. Φανατική ανθενωτική, σε σημείο που αρνιόταν ακόμα και να μάθει λατινικά και να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες των καθολικών, σύμφωνα με όλες τις πηγές. Ανορθόγραφη στα Ελληνικά της, κατά κάποιες μαρτυρίες. Η δράση της ωστόσο απέσπασε τον θαυμασμό των Ιταλών, παρ’ όλο που γι’ αυτούς ήταν «αιρετική». Την ανέχονταν.