200 Χρόνια από την Επανάσταση του 1821

Προτείνω να ανεβάζουμε εδώ κείμενα σχετικά με την Επανάσταση του 1821, απομνημονεύματα αγωνιστών, βιβλία, ντοκυμαντέρ, εκδηλώσεις ή παραστάσεις που "έρχονται" και οτι άλλο χρήσιμο είτε για εμας τους μεγάλους είτε για παιδιά και μαθητές.
Είναι η ελάχιστη προσφορά σε αυτούς που θυσίασαν την ζωή τους στον αγώνα της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας.
Θα μείνουν αθάνατοι μόνο όσο τους θυμόμαστε, τους ευχαριστούμε και τους τιμούμε.
 
Last edited:
Γιορτάζοντας τα 200 χρόνια από την ένδοξη Επανάσταση του 1821 και 2.500 χρόνια από τις θρυλικές Θερμοπύλες και την ένδοξη Σαλαμίνα παραθέτω ψήγματα Ελληνικής σοφίας 25 αιώνων, από δική μου έρευνα :
  • Σιμονίδης ο Κείος : «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» : Επίγραμμα για τον Λεωνίδα και τους 300 Σπαρτιάτες (Θερμοπύλες, 480 π.Χ.)
  • Περικλής : «Αρχίζω από τους προγόνους μας, γιατί είναι σωστό και δίκαιο να τους παραχωρούμε την τιμή να μνημονεύονται πρώτοι. Δεν έπαψαν ποτέ να κατοικούν αυτή τη χώρα και χάρη στην ανδρεία τους διατήρησαν τη λευτεριά της από γενιά σε γενιά και ελεύθερη μας την παρέδωσαν». “Επιτάφιος”, 430 π.Χ.
  • Κολοκοτρώνης: «Φωτιά και τζεκούρι στους προσκυνημένους», 1822-1828.
  • Διονύσιος Σολωμός : «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη/ Των Ελλήνων τα ιερά/ Και σαν πρώτα ανδρειωμένη/ Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!». “Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, 1823.
  • Καραϊσκάκης : «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την Πατρίδα». 23 Απριλίου 1827.
  • Κολοκοτρώνης : «Παιδιά μου. Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα ... Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνῃ σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας... “μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε”… Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία». Πνύκα, 1838.
  • Μακρυγιάννης : «Βιαστικός γράφω και με την σημαία μου εις το χέρι. Έχετε γειά όλοι και την τυραγνίαν να μην την αφήσετε να φωλιάσει εις την Πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα όπου χύθηκαν». 1843 Σεπτεμβρίου 2, μεσάνυχτα.
  • Ο εμπνευσμένος εισηγητής του Συντάγματος του 1844: «Το μόνο μέσον δι’ ού κατορθούνται εις τα έθνη, και κατορθωθέντα διατηρούνται τα αγαθά, είναι ο Πατριωτισμός».
  • Αρ. Βαλαωρίτη : «Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…». “Ο βράχος και το κύμα”, 1863.
  • Κων. Καβάφης : «Τιμή σ’ εκείνους οπού στην ζωήν των ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες». “Θερμοπύλες”, 1903.
  • Ἄγγ. Σικελιανός : «Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα!... Ν᾿ ἀνθίσῃ ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένῃ». “Πνευματικὸ Ἐμβατήριο”, 1945.
  • Γ. Ρίτσος : «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις -εκεί που πάει να σκύψει/ με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,/ να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει / και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου». “Ρωμιοσύνη”, 1945-47.
  • Ν. Καζαντζάκης : «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει». Επίσης : «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Πολέμα!», “Ασκητική” 1923, και : «Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος». “Καπετάν Μιχάλης”, 1953.

Μεγάλη λοιπόν η ευθύνη όλων μας, ανεξάρτητα από το μετερίζι του καθενός μας και παραμένοντες ακόμη και «εις μικρόν, γενναίοι», να κρατήσουμε την μαρτυρική Πατρίδα μας ελεύθερη και ανεξάρτητη και να μην λησμονήσουμε ποτέ τους Ήρωες όλων των Εθνικών μας αγώνων.

Ζήτω το Αθάνατο 1821

Χρόνια Πολλά Ελλάδα μας
 

Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα​

Το πλήρες κείμενο: Μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.
http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/makriyannis/makriyannis_memoirs.htm


ΦΩΤΑΚΟΥ. Πρώτου Υπασπιστού. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΟΥ.
http://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2013/08/ΦΩΤΑΚΟΥ-Απομνημονεύματα.pdf

Τόμος 1ος. Τον δεύτερο θα πρέπει να τον αγοράσετε, δεν υπάρχει σε PDF
 
Εγώ μεγάλωσα διαβάζοντας όλη τη σειρά των εκδόσεων Στρατίκη για τους ήρωες του 1821:
https://www.stratikis.gr/κατηγορία-προϊόντος/πινακοθήκη-των-ηρώων-του-1821
Εξαιρετικές εκδόσεις, έχουν και άλλα βιβλία κατάλληλα για παιδιά και νέους που αφορούν στην ελληνική ιστορία, σας τα συνιστώ ανεπιφύλακτα, θα είναι το καλύτερο δώρο που μπορείτε να κάνετε στα παιδιά/αδέλφια/ξαδέρφια/εγγόνια αλλά και σε εσάς τους ίδιους ακόμα!
 
images

Η απάντηση του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον απεσταλμένο του Μωάμεθ, Ισμαήλ πασά
(σύγκριση ήθους με σήμερα προκαλεί μόνο κατάθλιψη)

«Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσι.» (Πλάτων: Κρίτων, 51β.)
 
Όταν το πρωτοακουσα συγκινήθηκα.
Κυρίως με το τρόπο που μας το μετέφερε ένας ανώτατος αξκος σε μια εκδήλωση αλλά περισσότερο με την συγκίνηση του που τον δυσκόλεψε στην απαγγελία.
Είναι ο "ματρωζος".

Ακούστε το ή διαβάστε το.



Ο Ματροζος

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' έν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα;" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;". "Ποιος Κωνσταντής;". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!"

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο 'ναι το νησί σου;",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρώνω από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο;"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανέβουν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-
 
Για να μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα την Ιστορία του γένους μας.
Τον Ξεσηκωμό δεν τον έκαναν λευκοντυμένα ευγενικά τσολιαδάκια που άκουγαν Μότσαρτ και Μπετόβεν· που χόρευαν λεπτεπίλεπτα βαλς σε σαλόνια με αφράτες πολυθρόνες και πολύχρωμες μεταξωτές ταπετσαρίες στους τοίχους.
Τον κάμανε αγριάνθρωποι μουστακαλήδες, που φορούσαν λερή φουστανέλλα και τρύπια τσαρούχια, αποφασισμένοι για ζωή και θάνατο. Χόρευαν τον πρωτόγονο πυρρίχιο χορό τους, τον "τσάμικο", με γκρινιάρηδες ζουρνάδες και πολεμικά σκληρόηχα νταούλια που αντηχούσαν βαριά, πέρα ως πέρα στα πέτρινα χωριά τους.
Αρχέγονοι ρυθμοί και μελωδίες που ήχησαν άλλοτε σε χαροκόπι και άλλοτε σαν πολεμιστήριο σάλπισμα και χορός στρατολόγησης πολεμιστών (Γραβιά, 1821).
Άνθρωποι-θεριά, που το μάτι τους γυάλιζε από την φλογερή επιθυμία για "μιας ώρας ελεύθερη ζωή" (Ρήγας, 1797), σαν εκείνη που απολάμβαναν οι αητοί κι οι πέρδικες στα πετρωτά και δασωμένα βουνά τους (Κατσαντώνης). Παλληκαράδες αληθινοί, που προκαλούσαν τούς πανικόβλητους οθωμανούς "σταθήτε ωρέ περσιάνοι να μετρηθούμε !" (Νικηταράς).
Που από την κορφή του λόφου σήκωναν προς τον σαστισμένο εχθρό περιπαικτικά/υποτιμητικά τη φουστανέλλα τους και του έδειχναν ποιον είχαν διορίσει στρατηγικό συμβουλάτορά τους (Καραϊσκάκης, 1827).
Που σαν άλλοι Λεωνίδες, ευρισκόμενοι στην πιο δεινή θέση, ειρωνεύονταν τους μουρτάτες πως "τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών μας" (Μεσολόγγι, 1826). Ψημένοι πολεμιστάδες, που βάζαν τούς δεκάχρονους υιούς τους να ματώσουν για πρώτη φορά στην μάχη τ´ άρματα και να τα τιμήσουν (Καστάνιτσα, 1780).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν κυριλέδες νησιώτες "έμποροι", που κάτεχαν από διεθνείς συναλλαγές, ναυτικό δίκαιο και χρηματοπιστωτικές αξίες.
Τον έκαμαν θαλασσοδαρμένοι πειρατές, που έσπαγαν με τη ναυτοσύνη τους αποκλεισμούς της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας για να μπουν στα λιμάνια, γιατί δεν κάτεχαν κανέναν αξιώτερο από τον εαυτό τους να τους δίδει διαταγές.
Με θράσος, αν και αιχμάλωτοι, κοίταξαν κατάματα τον ναύαρχο Νέλσωνα και τόλμησαν να του πουν "αν σε είχα στα χέρια μου,θα σε κρεμούσα απ´ το κατάρτι !" (Μιαούλης, 1802).
Τον έκαναν τα καταδρομικά "Μαύρα Καράβια" του Γιάννη Σταθά, που πρώτα σήκωσαν την σύγχρονη γαλανόλευκη κι έκαναν "το πέλαο να κοκκινήσει" (Σκιάθος, 1808).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν ξιπασμένες φεμινίστριες.
Τον έκαναν αντρογυναίκες-καπετάνισσες που τίμησαν το οικογενειακό τους όνομα, που διέθεσαν την περιουσία τους και τους γυιους τους στον Αγώνα, σαν την μάνα Υψηλάντισσα και την Μαυρογένους ή που καβάλησαν τα καράβια των αντρών τους, σαν την Μπουμπουλίνα και που βρόντηξαν τα άρματα των αντρών τους, σαν την Δέσπω ή που ντύθηκαν αντρικά μόνο και μόνο για να μπουν στον Αγώνα (τραγούδι της Αρκαδιανής).
Τον έκαναν οι σκληρές νοικοκυρές του χωριού, που ζύμωναν για τα παλληκάρια, που φύλαγαν στο πόστο των αντρών για να ξαποστάσουν κι εκείνοι μια στάλα, που γέμιζαν τα τουφέκια των σκοπευτών στον λίγο χρόνο ανάμεσα σε δυο βολές.
Οι γυναίκες και τα μωρά τους, που έφτιαχναν μπαρουτόβολα στους μύλους της Δημητσάνας. Οι γυναίκες και τα πιτσιρίκια, που ξυπόλητοι ανέβαιναν τα βουνά σαν μαντατοφόροι.
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν άεθνοι προλετάριοι.
Τον έκαναν νοικοκυραίοι και απλοί χωριάτες, οι φορείς ενός πολιτισμού με τις ρίζες του στο άμεσο ιστορικό παρελθόν μας, που αναγνώριζαν πως "ο Βασιλιάς τους εσκοτώθη και καμιά συνθήκη δεν έκαμε με τους Τούρκους" (Κολοκοτρώνης προς τον Αμιλτον).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν άεργοι ρεμπεσκέδες επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν.
Ήταν ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, που διαβιούσε στις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες της Ρωσίας, της Κεντρικής Ευρώπης και της Ιταλίας, που σπούδαζε στα πανεπιστήμιά τους.
Τα εικοσάχρονα αυτά παιδιά, προέλασαν και πέθαναν στα Βαλκάνια εμπνεόμενοι, όχι από το αόριστο γι αυτούς και ξένο κίνημα του Διαφωτισμού, αλλά από τη δόξα και πολεμική ισχύ της Αρχαίας Θήβας. Εμπνεόμενοι από το πολίτευμα του Τίμιου Σταυρού που αποτύπωσαν στην Πολεμική τους Σημαία με την βυζαντινή επιγραφή ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ (Δραγατσάνι, 1821).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν διορισμένοι "άριστοι".
Τον έκαναν μπαρουτοκαπνισμένοι βετεράνοι, που την στρατηγία τους την επιβεβαίωναν στη μάχη και τα αριστεία τα ελάμβαναν μετά την έκβασή της (Κεφαλόβρυσο, 1823).
Οι στρατιώτες που δεν ξέρανε από ασκήσεις "ακριβείας" και "πυκνής τάξεως", αλλά καταλάβαιναν άριστα τα παραγγέλματα "φωτιά Έλληνες !", "Κώλο με κώλο, ρεεεε !" (Μάχη της Γράνας, 1821).
Τον Ξεσηκωμό τον έκαναν οι παπάδες του χωριού, που με το ένα χέρι έβαναν ευλογητό και με το άλλο έπαιρναν ανελέητα κεφάλια.
Που στάθηκαν ανδροπρεπώς στα ταμπούρια τους μπροστά σε τακτικό στρατό και δεν καταδέχθηκαν να μαζέψουν τα καρφοπέταλα του Μπραΐμη (Μανιάκι, 1825).
Κι όσο θρασείς κι ατρόμητοι αν ήσαν μπροστά στους ανθρώπους, όσο παράτολμοι καταδρομείς κι αν ήσαν στη μάχη, με τόση ταπεινότητα έκαναν την ενδοσκόπησή τους, την προσευχή τους και μονολόγησαν πριν τη μάχη "Κωσταντή, σήμερα θα πεθάνεις" (Κανάρης, 1822).
Με τόση αποφασιστικότητα πριν το μαρτύριο ομολόγησαν Πατρίδα και Πίστη "Γραικός γεννήθηκα, γραικός θέ να πεθάνω" (Διάκος, 1821).
Στην Επανάσταση, δεν ρίξαμε γαρύφαλα κι αγάπες, ρόδα κι αμφιβολίες.
Ρίξαμε μπαρούτι και μολύβι, φωτιά και θειάφι. Σύραμε με σιγουριά τα γιαταγάνια.
Ξεσκίσαμε -κυριολεκτικά- κόσμο και κοσμάκη. Σφάξαμε ανελέητα κάθε μουσλίμι που βρέθηκε στον δρόμο μας, με κάθε πρόσφορο και βάρβαρο τρόπο, από το Δραγατσάνι ως την Κύπρο.
Τ´ αγαρηνά κορμιά στρώθηκαν στους δρόμους και τα άλογά μας δεν πάταγαν καλντερίμι πια (Τριπολιτσά, 1821). Με τα κεφάλια τους κι ασβέστη, χτίσαμε πυραμίδες μακάβριες (Τρίκορφα 1779, Αράχωβα 1826), τρόπαια φοβερά για να σκιάζονται παντοτινά οι οχτροί.
Κάναμε "μάνες δίχως γυιους, γυναίκες δίχως άνδρες, μωρά παιδιά δίχως μανάδες".
Ταΐσαμε όλα τα μαυροπούλια του Μωριά, της Ρούμελης και της Ηπείρου με τούρκικο κρέας.
Κλαίγαν στην Τουρκιά τα χάνια γι' άλογα και τα τζαμιά γι' αγάδες (Δερβενάκια, 1822) .
Ήμασταν οι φοβεροί τουρκομάχοι, που βαφτιστήκαμε σαν Χριστιανοί μία φορά με το λάδι και σαν Έλληνες μία με το αίμα των εχθρών μας για την ελευθερία της Πατρίδος (Βαλτέτσι, 1821).
Και τύψεις δεν είχαμε· ούτε μετανιώσαμε ποτέ· ούτε απολογηθήκαμε για τα πολεμικά, τρομερά αλλά τίμια, έργα μας.
Μόνο κουράγιο δίναμε στον αποκαμωμένο εαυτό μας, σφίγγαμε τα δόντια μέσα στη φρίκη της σφαγής, για να συνεχίσουμε να σφάζουμε : "κουράγιο Νικήτα, τούρκους σφάζεις !" (Δερβενάκια, 1822) .
Η λύσσα, το μίσος, η θέληση για αποτίναξη της Οθωμανικής τυρρανίας ήταν η κινητήριος δύναμή μας κι ο όλεθρος το αποτέλεσμά της.
Μείναμε πιστοί στον όρκο "τούρκος μη μείνει στον Μωριά, μηδέ στον κόσμον όλον".
Τους πολεμήσαμε, κάναμε το αίμα τους να τρέξει με ό,τι όπλα διαθέταμε.
Και τ´άκουγε απ´ απέναντι ο ποιητής : κούφια ντουφέκια, σμίξιμο σπαθιών, ξύλα, πελέκια, τρίξιμο δοντιών ! " (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823).
Και φανήκαμε πρόθυμοι να πάρουμε το ρίσκο του πολέμου.
Να βιώσουμε χωρίς δισταγμό τον Θάνατο, αν δεν μπορούμε να έχουμε Ελευθερία.
Να μετρηθούμε στα ίσα με τον Χάροντα στα αιώνια Μαρμαρένια Αλώνια του Διγενή και του Μεσολογγιού.
Μας έσφαξαν κι εκείνοι, όπου μας βρήκαν, με τον πιο απάνθρωπο τρόπο για να μας λυγίσουν.
800.000 νεκρούς θρηνήσαμε στον Αγώνα.
Σφαγμένους και εξανανδραποδισμένους (Ψαρρά, Χίος, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία), καμμένους (Κάσσος), πεσόντες στις μάχες, λιμοκτονήσαντες (Μεσολόγγι), ανυπότακτους αυτόχειρες (Κούγκι, Ζάλογγο, Μονή Σέκου, Μεσολόγγι, Νάουσα), τιμωρημένους αυτόμολους, θύματα των εμφυλίων πολέμων, πυρπολυμένα χωριά, ισοπεδωμένες περιουσίες, κομμένα καρποφόρα δέντρα.
Αλλά θαρρετά τους μηνύσαμε πως πέτρα απάνω στην πέτρα να μην αφήσουν, έστω κι ένας από εμάς να μείνει όρθιος, θα τους πολεμούμε· να βγάλουν απ´το νου τους το προσκύνημα (Κολοκοτρώνης, 1827).
"Το Ελληνικόν Εθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον, διά των νομίμων Παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν" (Προοίμιο Συντάγματος. Επίδαυρος, 1822).
Η Επανάσταση, ο Ξεσηκωμός του Γένους, ήταν ολοκληρωτικός ΠΟΛΕΜΟΣ.
Όλα τα άλλα γεγονότα της περιόδου είναι απλές υποσημειώσεις σε αυτόν....
Θεοδωρος Γιαννακόπουλος
 
Η προς την πατρίδα αγάπη μου

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π’ αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει
ούτ’ αστραπή, που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
 
Όταν το πρωτοακουσα συγκινήθηκα.
Κυρίως με το τρόπο που μας το μετέφερε ένας ανώτατος αξκος σε μια εκδήλωση αλλά περισσότερο με την συγκίνηση του που τον δυσκόλεψε στην απαγγελία.
Είναι ο "ματρωζος".

Ακούστε το ή διαβάστε το.



Ο Ματροζος

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' έν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα;" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;". "Ποιος Κωνσταντής;". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!"

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο 'ναι το νησί σου;",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρώνω από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο;"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανέβουν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-
Ρε φίλε να'σε καλά, με πηγές 37 χρόνια πίσω , παιδί στην πρώτη γυμνασίου σκετσαρισα με τους συμμαθητές μου και τη φιλόλογο μου την Παπαχριστοπούλου τον Ματρόζο και παίξαμε αυτό το κείμενο. Μου είχαν βάψει τα μαλλιά άσπρα με ταλκ, ωραία χρόνια με συγκίνησες χρονιάρα μέρα. Χρόνια πολλά σε όλους, με συγκίνησες.....
 
ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΗ Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ ...ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΑΝΕ Ο ΑΠΛΟΣ ΛΑΟΣ ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ....ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ.... ,, ΕΜΕΝΑ ΠΡΟΣΟΠΙΚΑ ΔΕΝ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ Η ΣΗΜΕΡΗΝΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ(ΕΞΕΡΕΣΗ ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΑΣ) ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ ΧΑΡΤΟΓΙΑΚΑ ΝΑ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΑΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΑΙΞΕΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΝΩ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΛΛΥ ΚΑΛΑ ΤΗ ΡΟΛΟ ΕΠΕΞΑΝ ΟΛΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΟΥΣ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ......Υ.Γ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΚΚΕ ΟΥΤΕ Χ.Αυγη..ουτε εθνηκοφασηστας.....ενας απλος αγραματος ελληνας μονο
 
ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΗ Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ ...ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΑΝΕ Ο ΑΠΛΟΣ ΛΑΟΣ ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ....ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ.... ,, ΕΜΕΝΑ ΠΡΟΣΟΠΙΚΑ ΔΕΝ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ Η ΣΗΜΕΡΗΝΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ(ΕΞΕΡΕΣΗ ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΑΣ) ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ ΧΑΡΤΟΓΙΑΚΑ ΝΑ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΑΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΑΙΞΕΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΝΩ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΛΛΥ ΚΑΛΑ ΤΗ ΡΟΛΟ ΕΠΕΞΑΝ ΟΛΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΟΥΣ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ......Υ.Γ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΚΚΕ ΟΥΤΕ Χ.Αυγη..ουτε εθνηκοφασηστας.....ενας απλος αγραματος ελληνας μονο
.RESPECT.
 
ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΗ Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ ...ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΑΝΕ Ο ΑΠΛΟΣ ΛΑΟΣ....
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΚΚΕ ΟΥΤΕ Χ.Αυγη..ουτε εθνηκοφασηστας.....ενας απλος αγραματος ελληνας μονο

Αγαπητέ Ηλία
Είσαι ένας αληθινός Ελληνας και αυτό είναι αρκετό. Ας είχε η Ελλάδα1.000.000 σαν εσένα και θα είμασταν αλλιώς.
Και κατι ακόμα από πολλά που έχω βρεί, έχοντας χρόνο, τελευταία :
Ι. Καποδίστριας : «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης», 1828.
 
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΚΚΕ ΟΥΤΕ Χ.Αυγη..ουτε εθνηκοφασηστας.....ενας απλος αγραματος ελληνας μονο

Αγαπητέ Ηλία
Είσαι ένας αληθινός Ελληνας και αυτό είναι αρκετό. Ας είχε η Ελλάδα1.000.000 σαν εσένα και θα είμασταν αλλιώς.
Και κατι ακόμα από πολλά που έχω βρεί, έχοντας χρόνο, τελευταία :
Ι. Καποδίστριας : «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης», 1828.
Τέτοια ελεγε γι'αυτό φρόντισαν να τον δολοφονήσουν τον Καποδίστρια. Και έκαναν ακριβώς το αντίθετο από αυτή την δήλωση του. Τα φίδια στον κόρφο της πατρίδας υπάρχουν από την αρχή της ιστορίας αυτού του τόπου δυστυχώς. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
 
Back
Top